ὑπεράλλομαι: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(Autenrieth) |
(43) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ὑπερᾶλτο, [[part]]. ὑπεράλμενον: [[leap]] or [[spring]] [[over]], w. gen. or acc. (Il.) | |auten=aor. ὑπερᾶλτο, [[part]]. ὑπεράλμενον: [[leap]] or [[spring]] [[over]], w. gen. or acc. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] (α. «[[ὑπεράλλομαι]] θανάτου», Ωριγ.<br />θ. «[[ὑπεράλλομαι]] σκάνδαλα», Νείλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέρχομαι]], [[καταλαμβάνω]] υψηλή [[θέση]] («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
A spring or leap over, or beyond, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b. II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνω ἢ πέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sync. ao.2 ind. ὑπερᾶλτο, part. poét. ὑπεράλμενος, η, ον :
franchir d’un bond.
Étymologie: ὑπέρ, ἅλλομαι.
English (Autenrieth)
aor. ὑπερᾶλτο, part. ὑπεράλμενον: leap or spring over, w. gen. or acc. (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.
β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.
θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)
μσν.
υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
αρχ.
ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].