ἐναίσιμος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fateful, favorable (opp. [[παραίσιος]]), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; [[then]] [[proper]], [[seemly]], [[just]] (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), [[ἀνήρ]], Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; [[δῶμα]], Il. 24.425; neut. [[sing]]. as adv., ἐναίσιμον [[ἐλθεῖν]], ‘[[opportunely]],’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299. | |auten=fateful, favorable (opp. [[παραίσιος]]), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; [[then]] [[proper]], [[seemly]], [[just]] (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), [[ἀνήρ]], Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; [[δῶμα]], Il. 24.425; neut. [[sing]]. as adv., ἐναίσιμον [[ἐλθεῖν]], ‘[[opportunely]],’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, (αἶσα) Ep. Adj. (rare in Trag.)
A ominous, fateful, οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον (as Adv.) Il.6.519; ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι Od.2.159; οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι [ὄρνιθες] ib.182; esp. in good sense, seasonable, of omens, ἐ. σήματα φαίνων Il.2.353: generally, favourable, boding good, λιγνὺν ἐναίσιμον ἀΐσσουσαν A.R.1.438. II of persons, their thoughts, etc., righteous, ἀνὴρ ὃς ἐ. εἴη Od.10.383; οἵ τινές εἰσιν ἐ. οἵ τ' ἀθέμιστοι 17.363; ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐ. (of Achilles) Il.24.40, cf. Od.18.220; ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐ. 5.190; so τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν 2.123, 7.299; ἐ. τίει [βίον] A.Ag.775(lyr.); γῆρας γὰρ ἐ. ἄνδρατίθησιν makes him honoured, Opp.H.1.683. 2 of things, fit, proper, ἐ. δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Il.24.425, cf. h.Cer.369. Adv. -μως fitly, becomingly, αἰνεῖν A.Ag. 916; μή νυν ὑπέρβαλλ', ἀλλ' ἐ. φέρε E.Alc.1077.
German (Pape)
[Seite 825] Schicksal verkündend, vorbedeutend; ὄρνιθες Od. 2, 181; σήματα, vom Blitz, Il. 2, 355; vom Seher, ἐναίσιμα μυθήσασθαι, das Schicksal eröffnende Worte, Od. 2, 159; ὄρνιθος ὄσσα Ap. Rh. 1, 1087; adverbialisch, ἐναίσιμον ἦλθον Il. 6, 519, zur rechten Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 438, dem Schicksale entsprechend, schicklich. Von Menschen, billig, gerecht, Od. 10, 383; Ggstz ἀθέμιστος, 17, 363; νόος, φρένες, 5, 190 Il. 24, 40; ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od. 7, 299; ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι 17, 321; βίος Aesch. Ag. 751; ἐναίσιμα δῶρα, gebührende, Il. 24, 425; γῆρας ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, ehrwürdig, Opp. H. 1, 683. – Adv., ἐναισίμως αἰνεῖν, geziemend, Aesch. Ag. 890; φέρειν Eur. Alc. 1077.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναίσιμος: -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες αὐτόθι 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., πρόσφορος, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· καθόλου, αἴσιος, εὐνοϊκός, εὐμενής, προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δίκαιος, τὶς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· γῆρας γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων, ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, πρεπόντως, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui annonce l’avenir;
2 de bon augure ; favorable, opportun ; adv. • ἐναίσιμον IL à propos;
3 convenable, juste, honnête ; en gén. convenable, approprié.
Étymologie: ἐν, αἶσα.
English (Autenrieth)
fateful, favorable (opp. παραίσιος), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; then proper, seemly, just (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), ἀνήρ, Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; δῶμα, Il. 24.425; neut. sing. as adv., ἐναίσιμον ἐλθεῖν, ‘opportunely,’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299.