ἁρπαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[eagerly]] grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., [[ἁρπαλέως]], [[greedily]], Od. 14.110. (Od.)
|auten=[[eagerly]] grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., [[ἁρπαλέως]], [[greedily]], Od. 14.110. (Od.)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἁρπᾰλέος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> to be [[eagerly]] seized, coveted [[οἴκοι]] δὲ [[πρόσθεν]] ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες (P. 8.65) [[τῶν]] δ' [[ἕκαστος]] ὀρούει, [[τυχών]] κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἁρπᾰλέος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> to be [[eagerly]] seized, coveted [[οἴκοι]] δὲ [[πρόσθεν]] ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες (P. 8.65) [[τῶν]] δ' [[ἕκαστος]] ὀρούει, [[τυχών]] κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62)
}}
}}

Revision as of 14:11, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπᾰλέος Medium diacritics: ἁρπαλέος Low diacritics: αρπαλέος Capitals: ΑΡΠΑΛΕΟΣ
Transliteration A: harpaléos Transliteration B: harpaleos Transliteration C: arpaleos Beta Code: a(rpale/os

English (LSJ)

α, ον, Ep. Adj., (ἁρπάζω):

   A devouring, consuming, νοῦσος IPE2.167.3 (Panticapaeum); greedy, παλάμη AP9.576 (Nicarch.); ἁ. καὶ οἷον δὴ οὖν ἀεὶ τῶν ὀθνείων ἐφίεσθαι Agath.4.13: elsewh. only in Adv., greedily, eagerly, ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε . . ἁρπαλέως Od.6.250, cf. 14.110; δέξεται ἁρπαλέως Thgn.1046; ἁ. εὕδειν gladly, pleasantly, Mimn.12.8; ἁ. ἐπεχήρατο vehemently, A.R.4.56; once in Ar., ἁ. ἀραμένη Lys.331 (lyr.).    II attractive, alluring, charming, κέρδεα Od.8.164; ἁ. ἔρως, opp. ἀπηνής, Thgn.1353; ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Mimn.1.4; δόσιν gift to be eagerly seized, Pi.P.8.65, cf. 10.62.

German (Pape)

[Seite 358] Hom. Od. 8, 164 κερδέων ἁρπαλέων, entweder räuberischer, ungerechter Gewinn, oder anlockender, reizender Gewinn; Od. 6, 250 πῖνε καὶ ἦσθε ἁρπαλέως, gieeig; 14, 110 ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον ἁρπαλέως ἀκέων, hastig; – bei den Folg. reizend, lieblich, ἄνθεα ἥβης Mimnerm.; vgl. Theogn. 1353; δόσις Pind. P. 8, 68, schnell erlangt u. deshalb reizend, angenehm; vgl. φροντίς 15, 62; κάματοι ἁρπαλέοι εἰρήνης Opp. Hal. 1, 468; ἁρπαλέως χαίρειν Ap. Rh. 4, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπᾰλέος: -α, -ον, (ἴδε ἁρπάζω): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., ἄπληστος, ἀδηφάγος, ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, χανδόν, λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, ὑπερβαλλόντως ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, ἁρπάγδην, Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς ἑλκυστικός, γοητευτικός, κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. ἔρως, ἐναντίον τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
que l’on saisit avidement ; désiré avec ardeur.
Étymologie: ἁρπάξω.

English (Autenrieth)

eagerly grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., ἁρπαλέως, greedily, Od. 14.110. (Od.)