βρέμω: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[mid]]. βρέμεται: [[roar]]. | |auten=[[mid]]. βρέμεται: [[roar]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[βρέμω]] [[act]]. & med., <br /> <b>1</b> [[murmur]] ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει i. e. [[grumble]] (P. 11.30) [[λύρα]] δέ [[σφι]] βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 17 August 2017
English (LSJ)
only pres. and impf. (aor. ἔβραμεν, vv.ll. ἔβραχεν, ἔβρεμεν, Call.Del.140):—
A roar, [κῦμα] ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Il.4.425; δυσάνεμοι βρέμουσιν ἀκταί S.Ant.592 (lyr.):—Med., αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Il.2.210; of wind, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων 14.399, cf. S.Ant.592 (lyr.), Ar.Th.998 (lyr.). II after Hom., of arms, clash, ring, E.Heracl.832; of men, clamour, rage, β. ἐν αἰχμαῖς A. Pr.424 (lyr.), cf. Th.378; πολλοῖς μὲν ἵπποις, μυρίοις δ' ὅπλοις β. E.Ph.113; δεινὰ β. τινί against one, Id.HF962; of a mob, A.Eu. 978 (lyr.); murmur, grumble, ὁ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον β. Pi.P.11.30; wail, in Med., βλαχαὶ βρέμονται A.Th.350 (lyr.); but also of music, λύρα βρέμεται καὶ ἀοιδά Pi.N.11.7; λιγὺ λωτὸς βρέμων Pae.Delph.12; φθέγμα μηχανῇ βρέμον S.Ichn.278: c. acc., λωτὸς ὅταν ἱερὰ παίγματα βρέμῃ E.Ba.161 (lyr.). (mrem-, cf. Skt. mármaras 'noisy', Lat. murmur, Gk. μορμῡρω, Lat.fremo, etc.)
German (Pape)
[Seite 463] nur praes. u. impf. (onomatopoet., vgl. fremo und βροντή), brausen, rauschen; Hom. dreimal, Iliad. 4, 425 von der Woge des Meeres, χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει; 2, 210 κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, Homerisch, medium in der Bedeutung des activ.; eben so medium statt des activ. Iliad. 14, 399, vom Winde, οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ποτὶ δρυσὶν ὑψικόμοισιν ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων; – στόνῳ βρέμουσι δ' ἀντιπλῆγες ἀκταί Soph. Ant. 592; Ap. Rh. 2, 323; λύρα βρέμεται, hallen, Pind. N. 11, 7; vom Waffengeklirr Aesch. Prom. 423; Eur. Heracl. 832; vom tobenden Aufruhr Aesch. Eum. 978; vom Kindergeschrei, im med., Sept. 348; νάπαι βρέμονται, vom Wiederhall, Ar. Th. 998. Seltener c. acc., ἱερὰ παίγματα Eur. Bacch. 161.
Greek (Liddell-Scott)
βρέμω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ‒ παταγωδῶς ἠχῶ, ἐπὶ κύματος, ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Ἰλ. Δ. 425· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Β. 210· ἐπὶ τρικυμίας, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Ξ. 399, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 592, Ἀριστοφ. Θεσμ. 998. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, ἐπὶ ὅπλων, κλάζω, ἐκφέρω κλαγγήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 832· ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, θορυβῶ, βρ. ἐν αἰχμαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 423, πρβλ. Θήβ. 378, Εὐρ. Φοιν. 113· δεινὰ βρ. τινί, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 962· ἐπὶ ἀνυποτάκτου πλήθους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 978, πρβλ. Πίνδ. Π. 11. 46· θρηνῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπ. (ἴδε ἐν λ. βληχή)· καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τῆς λύρας, Ν. 11. 8 (ἐν τῷ μέσ. τύπ.), πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 161. (Πρβλ. βρόμος, ὑψιβρεμέτης, καὶ Λατ. fremo).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἔβρεμον;
gronder, retentir;
Moy. βρέμομαι (seul. prés.) m. sign.
Étymologie: R. Βρεμ, gronder ; cf. βρόμος, βροντή et lat. fremo.
English (Autenrieth)
English (Slater)
βρέμω act. & med.,
1 murmur ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει i. e. grumble (P. 11.30) λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7)