ἐπιπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(SL_1)
(13)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐπρέπω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[conspicuous]] “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ [[λῆμα]]” (P. 8.44)
|sltr=<b>ἐπῐπρέπω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[conspicuous]] “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ [[λῆμα]]” (P. 8.44)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπρέπω]] (Α) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εξέχω]], διακρίνομαι, [[φαίνομαι]] («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[συμφωνώ]] («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιπρέπει</i><br />αρμόζει, ταιριάζει, [[πρέπει]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρέπω Medium diacritics: ἐπιπρέπω Low diacritics: επιπρέπω Capitals: ΕΠΙΠΡΕΠΩ
Transliteration A: epiprépō Transliteration B: epiprepō Transliteration C: epiprepo Beta Code: e)pipre/pw

English (LSJ)

   A to be conspicuous, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα Pi.P.8.44, cf. Theoc.25.40, D.H.Din.7; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ Luc.DMar.1.1.    II. beseem, suit, c. dat., Plu.2.794a: impers., ἐπιπρέπει it is fitting, c.inf., Xenoph.26.

German (Pape)

[Seite 972] an Etwas hervorstechen, in die Augen fallen, sichtbar sein, οὐδέ τί σοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος , nicht Knechtsgestalt zeigt sich an dir, Od. 24, 252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων λῆμα Pind. P. 8, 46; οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπιπρέπει Theocr. 25, 38; Sp. in Prosa, z. B. ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ, nimmt sich gut darauf aus, steht dir gut, Luc. D. Mar. 1, 1; D. Hal. iud. Din. 7. – Bei Xen. Cyr. 7, 5, 83, τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν, mit der v. l. ἐπιτρέπειν, dazu passen, sich ziemen; vgl. Plut. an seni 19 u. Iac. Philostr. p. 337.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρέπω: ἐπιφαίνομαι, φαίνομαι ὑπάρχων ἔν τινι, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Ὀδ. Ω. 252· Φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶν λῆμα (καθ’ Ἕρμαννον: παῖ, σοὶ λῆμα) Πινδ. Π. 8. 63, πρβλ. Θεόκρ. 25. 40, Διον. Ἁλ. Δείναρχ. 7· ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρᾶν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 1. ΙΙ. ἁρμόζω, πρέπει, ἔπειτα τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις ἐπιπρέπειν; Ξεν. Κύρ. 7. 5, 83, πρβλ. Πλούτ. 2. 794Α.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 se montrer à la surface, être apparent, paraître;
2 être apparent sur, τινι;
3 convenir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, πρέπω.

English (Autenrieth)

only 3 sing., is to be seen, manifest in, Od. 24.252†.

English (Slater)

ἐπῐπρέπω
   1 be conspicuous “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.44)

Greek Monolingual

ἐπιπρέπω (Α) πρέπω
1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.)
2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.)
3. απρόσ. ἐπιπρέπει
αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει.