ἱερομηνία: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(SL_1)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐερομηνία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sacred]] [[month]] ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα [[καθόλου]] λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)
|sltr=<b>ῐερομηνία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sacred]] [[month]] ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα [[καθόλου]] λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερομηνία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερός]] [[μήνας]] [[κατά]] τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην [[Ελλάδα]] και [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἱερομηνίαι</i><br />οι θυσίες που προσφέρονταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] [[αυτού]] του [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μήνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μην</i>, <i>μηνός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νου</i>-<i>μηνία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομηνία Medium diacritics: ἱερομηνία Low diacritics: ιερομηνία Capitals: ΙΕΡΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: hieromēnía Transliteration B: hieromēnia Transliteration C: ierominia Beta Code: i(eromhvi/a

English (LSJ)

ἡ, (μήν)

   A sacred month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱ. Νεμεάς, of the Nemean games, Pi.N.3.2; ἱ. ἁ Πυθιάς IG22.1126.44 (Amphict.); ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνία Th.3.56; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις ib.65 (s. v.l.); ἱ. ἄγειν D.24.29: in pl., sacrifices offered during the sacred month, IG11(2).154.11 (Delos, iii B.C.); = Lat. supplicatio, App.BC5.130: pl., D.C.39.53 (ἱερο-μήνια, τά, of the Κάρνεια (q.v.), is prob. f.l. in Th.5.54).

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond (μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ

Greek (Liddell-Scott)

ἱερομηνία: ἡ, (μήν, μήνη) ἡ ἱερὰ περίοδος τοῦ μηνός, αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐγίνοντο αἱ μεγάλαι ἑορταὶ καὶ αἱ ἐχθροπραξίαι διεκόπτοντο, ἱερομηνία Νεμέας, ἐπὶ τῶν ἐν Νεμέᾳ ἀγώνων, Πινδ. Ν. 3. 4· ἱ. ἁ Πυθιὰς Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Σύλλ. Ἐπιγρ. 1688. 44· ἐν σπονδαὶς καὶ προσέτι ἱερομηνία Θουκ. 3. 56· ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις αὐτόθι 65· ἱερ. ἄγειν Δημ. 710. 1· ὡσαύτως ἱερομήνια, τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Καρνείων ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 5. 54. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἱερὰ ἑορτὴ κατὰ μῆνα» καὶ «ἱερομηνίαι. αἱ ἑορτώδεις ἡμέραι ἱερομηνίαι καλοῦνται». ― Πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ., Ἁρποκρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fête de chaque mois, jour de fête en gén.
Étymologie: ἱερός, μήν².

English (Slater)

ῐερομηνία
   1 sacred month ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα καθόλου λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)

Greek Monolingual

ἱερομηνία, ἡ (Α)
1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια του οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες
2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι
οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μήνη (< μην, μηνός), πρβλ. νου-μηνία].