ἀράχνη: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. gen. plu. ἀραχνᾶν B.<i>Fr</i>.4.70, ἀραχνάων Call.<i>SHell</i>.285.12 (pero éste y otros casos pueden ser de [[ἀράχνης]])]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[araña]], [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσμασι A.<i>A</i>.1492, 1516, cf. Democr.B 154, ἀραχνᾶν ἱστοί B.l.c., E.<i>Fr</i>.11M., D.C.41.14.1, ἔργον ἀραχνάων Call.l.c., cf. Plu.2.966e, <i>AP</i> 11.110 (Nicarch.), αἱ λειμώνιαι ἀράχναι las arañas de jardín</i> Arist.<i>HA</i> 555<sup>b</sup>7.<br /><b class="num">2</b> [[tela de araña]], [[telaraña]] S.<i>Fr</i>.286, LXX <i>Ps</i>.38.12, <i>Is</i>.59.5, ἀράχνῃ τοὺς πόδας ἐμπλεχθείς <i>AP</i> 11.106 (Lucill.)<br /><b class="num">•</b>medic. utilizado como término de comparación en descripciones y teorías ὑμένες ... ὁκοῖον ἀράχναι en el corazón, Hp.<i>Cord</i>.10, en la vista, Gal.3.815<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ παρὼν [[βίος]] ... ἀ. καὶ σκιά Chrys.M.57.376.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>bot. [[blanca ursina falsa]], [[Heracleum sphondylium L.]], Ps.Dsc.3.76.<br /><b class="num">2</b> cierta parte del astrolabio, Vitr.9.8.1. • DMic.: <i>a-wa-ra-ka-na</i> (?).
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. gen. plu. ἀραχνᾶν B.<i>Fr</i>.4.70, ἀραχνάων Call.<i>SHell</i>.285.12 (pero éste y otros casos pueden ser de [[ἀράχνης]])]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[araña]], [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσμασι A.<i>A</i>.1492, 1516, cf. Democr.B 154, ἀραχνᾶν ἱστοί B.l.c., E.<i>Fr</i>.11M., D.C.41.14.1, ἔργον ἀραχνάων Call.l.c., cf. Plu.2.966e, <i>AP</i> 11.110 (Nicarch.), αἱ λειμώνιαι ἀράχναι las arañas de jardín</i> Arist.<i>HA</i> 555<sup>b</sup>7.<br /><b class="num">2</b> [[tela de araña]], [[telaraña]] S.<i>Fr</i>.286, LXX <i>Ps</i>.38.12, <i>Is</i>.59.5, ἀράχνῃ τοὺς πόδας ἐμπλεχθείς <i>AP</i> 11.106 (Lucill.)<br /><b class="num">•</b>medic. utilizado como término de comparación en descripciones y teorías ὑμένες ... ὁκοῖον ἀράχναι en el corazón, Hp.<i>Cord</i>.10, en la vista, Gal.3.815<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ παρὼν [[βίος]] ... ἀ. καὶ σκιά Chrys.M.57.376.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>bot. [[blanca ursina falsa]], [[Heracleum sphondylium L.]], Ps.Dsc.3.76.<br /><b class="num">2</b> cierta parte del astrolabio, Vitr.9.8.1. • DMic.: <i>a-wa-ra-ka-na</i> (?).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράχνη Medium diacritics: ἀράχνη Low diacritics: αράχνη Capitals: ΑΡΑΧΝΗ
Transliteration A: aráchnē Transliteration B: arachnē Transliteration C: arachni Beta Code: a)ra/xnh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀράχνης, ἀράχνης ἐν ὑφάσματι A.Ag.1492 (lyr.), cf. AP11.110 (Nicarch.); αἱ λειμώνιαι ἀ. Arist.HA555b7 (elsewh. ἀράχνης, q.v.).    II spider's web, Hp.Cord.10, S.Fr.286, AP11.106 (Lucill.).    III ἀ. λεπταί thin lines, Gal.UP10.12.    IV = σφονδύλιον, Ps.-Dsc.3.76.    V kind of sundial, Vitr.9.8.1.

German (Pape)

[Seite 344] ἡ, 1) Spinne, Aesch. Ag. 1471. 1497 u. Sp., wie Nicarch. 16 (XI, 110). – 2) Spinngewebe, Lucill. 65 (XI, 106) u. öfter bei Sp., so daß der Unterschied der Gramm. ἀράχνη θηλυκῶς τὸ ὕφασμα, ἀράχνης δὲ ἀρσενικῶς τὸ ζωΰφιον nicht bestätigt wird. – 3) ein Seefisch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράχνη: ἡ, Ἀττικώτερος τύπος, τοῦ ἀρσεν. ὁ ἀράχνης, κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ ἀράχνης. ΙΙ. τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
araignée, insecte.
Étymologie: DELG pê ἄρκυς.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [dór. gen. plu. ἀραχνᾶν B.Fr.4.70, ἀραχνάων Call.SHell.285.12 (pero éste y otros casos pueden ser de ἀράχνης)]
I 1araña, ἀράχνης ἐν ὑφάσμασι A.A.1492, 1516, cf. Democr.B 154, ἀραχνᾶν ἱστοί B.l.c., E.Fr.11M., D.C.41.14.1, ἔργον ἀραχνάων Call.l.c., cf. Plu.2.966e, AP 11.110 (Nicarch.), αἱ λειμώνιαι ἀράχναι las arañas de jardín Arist.HA 555b7.
2 tela de araña, telaraña S.Fr.286, LXX Ps.38.12, Is.59.5, ἀράχνῃ τοὺς πόδας ἐμπλεχθείς AP 11.106 (Lucill.)
medic. utilizado como término de comparación en descripciones y teorías ὑμένες ... ὁκοῖον ἀράχναι en el corazón, Hp.Cord.10, en la vista, Gal.3.815
fig. ὁ παρὼν βίος ... ἀ. καὶ σκιά Chrys.M.57.376.
II 1bot. blanca ursina falsa, Heracleum sphondylium L., Ps.Dsc.3.76.
2 cierta parte del astrolabio, Vitr.9.8.1. • DMic.: a-wa-ra-ka-na (?).

Greek Monolingual

η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)
Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα
2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».
ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδης
μσν.
αραχναίος
νεοελλ.
αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.
ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφής
νεοελλ.
αραχνοΰφαντος].