διδυμάων: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(big3_11) |
(9) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐδῠμάων) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br /><b class="num">1</b> de pers. en du. o plu. [[gemelos]] ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην <i>Il</i>.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte <i>Il</i>.16.672, 682, cf. Hes.<i>Sc</i>.49, <i>Fr</i>.17a.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas, en plu. [[dos]] μαζοί Nonn.<i>D</i>.3.390, [[δούρατα]] Nonn.<i>D</i>.23.33<br /><b class="num">•</b>en sg. [[doble]] κεραίη Nonn.<i>D</i>.15.30, [[βουλή]] Nonn.<i>D</i>.4.179, μορφή Nonn.<i>D</i>.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.<i>D</i>.5.152, θεσμός Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.14, 18. | |dgtxt=(δῐδῠμάων) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br /><b class="num">1</b> de pers. en du. o plu. [[gemelos]] ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην <i>Il</i>.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte <i>Il</i>.16.672, 682, cf. Hes.<i>Sc</i>.49, <i>Fr</i>.17a.14.<br /><b class="num">2</b> de cosas, en plu. [[dos]] μαζοί Nonn.<i>D</i>.3.390, [[δούρατα]] Nonn.<i>D</i>.23.33<br /><b class="num">•</b>en sg. [[doble]] κεραίη Nonn.<i>D</i>.15.30, [[βουλή]] Nonn.<i>D</i>.4.179, μορφή Nonn.<i>D</i>.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.<i>D</i>.5.152, θεσμός Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.14, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διδυμάων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[δίδυμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>διδυμάονες</i>- δύο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[οπάων]] «[[σύντροφος]]»). Η [[δοτική]] πληθυντικού <i>διδυμάοσι</i> και η ονομαστική του δυϊκού <i>διδυμάονε</i> μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως [[επίθετο]] [[αντί]] του [[δίδυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat.,
A twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.
German (Pape)
[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal : Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.
English (Autenrieth)
ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμάων) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
•en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.
Greek Monolingual
διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.