ὁμιλία: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(eksahir)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[compañía]], [[unión]]
|esgtx=[[compañía]], [[unión]]
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ὅμιλος]]; [[companionship]] ("homily"), i.e. (by [[implication]]) [[intercourse]]: [[communication]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλία Medium diacritics: ὁμιλία Low diacritics: ομιλία Capitals: ΟΜΙΛΙΑ
Transliteration A: homilía Transliteration B: homilia Transliteration C: omilia Beta Code: o(mili/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A intercourse, company, ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν A.Th.599 ; τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ; πρός τινα S.Ph.70, Pl.Smp.203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl.776 ; ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma.283d ; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph.1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[1622] ; ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT1489 ; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl., ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ; φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024 (= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ; ἐνδίκοις ὁ. A.Eu.966 (lyr.) ; αἱ . . συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ; ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R.550b ; αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol.1336b32, etc.    2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ; νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400 ; ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA582a26 ; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol.1272a24, 1269b29.    3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.    4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.    5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ; ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2 ; ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7.    II association, company, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Hdt.3.81, cf. A.Eu.57.    2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib.406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj.872 ; ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl.581, cf. Hipp.19 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 331] ἡ, das Zusammensein, die Gemeinschaft, der Umgang; ἐν παντὶ πράγει δ' ἔσθ' ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, Aesch. Spt. 581; τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία, Prom. 39; die Versammlung, τὸ φῦλον οὐκ ὄπωπα τῆσδ' ὁμιλίας, Eum. 57, vgl. 384. 681, wie Soph. Ai. 859 O. R. 1489; παύσω συμποτῶν ὁμιλίας, Eur. Alc. 344; ἀνδρῶν ἀρίστων ὁμιλίην ἐπιλέξαντες, ein Collegium, Her. 3, 81; Aesch. auch ἐμβριθεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, Eum. 924, Unterredungen; πρός τινα, mit Einem, Soph. Phil. 70; εἰσιδεῖν πατρὸς δευτέραν ὁμιλίαν ἐλθόντος ἐς φῶς, El. 410; μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας, Eur. Hipp. 19; αὗται αἱ γυναῖκες λέγονται οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν, ehelichen Umgang haben, Her. 1, 182; vgl. ἄνευ τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα ὁμιλίας, Luc. sacrif. 6; τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας, Plat. Phaedr. 239 c, Umgang mit ibm; ἐκ τῆς τούτων ὁμιλίας τε καὶ τρίψεως πρὸς ἄλληλα γίγνεται ἔκγονα ἄπειρα, Theaet. 156 a; ἀρετῆς ἕνεκα τὰς ὁμιλίας ποιεῖσθαι, Soph. 223 a; u. so öfter, bes. bei Folgdn der Unterricht, λαμβάνειν τῆς ὁμιλίας μισθόν, Xen. Mem. 1, 2, 6. – Ueberredung, ἐὰν τοὺς κυρίους ἢ δώροις ἢ δι' ἄλλης ἡςτινοσοῦν ὁμιλίας ἐξαρέσηται, Dem. 60, 25, vgl. epist. 2 p. 635, 26. – Ὀνόματος, der Gebrauch, D. L. 10, 67.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ, συναναστροφή, κοινωνία, συντροφία, Λατ. commercium, ἔσθ’ ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδὲν Αἰσχύλ. Θήβ. 599· τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 39, κτλ.· - ὁμ. τινός, κοινωνίασχέσις μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 174· τινὶ ὁ αὐτ. 5. 92, 6 πρός τινα Σοφ. Φ. 70, Πλάτ. Συμπ. 203α, κ. ἀλλ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμ., τῆς συναναστροφῆς μου, Ἀριστοφ. Πλ. 776· ἡ σὴ ὁμ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283D· ὁμ. χθονός, σχέσις, συγκοινωνία μετά τινος χώρας, Εὐρ. Φοίν. 1408· ἔχειν ὁμ. ἔν τισι, τὸ ζῆν, διάγειν μεταξύ τινων, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1622· ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινὶ Σοφ. Ο. Τ. 1489· πολιτεία καὶ ὁμ., δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος, Θουκ. 1. 68· ἐξ ὁμιλίας, διὰ λόγου, διὰ πειθοῦς, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Δημ. 1466. 2· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 16, 1, Πλάτ., κλ.· Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, συναναστροφαὶ ἢ σχέσις μετὰ τῶν Ἑλλήνων, Ἡρόδ. 4. 77· ἐνδίκοις ὁμ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 966· αἱ ... συγγενεῖς ὁμ., σχέσεις μετὰ συγγενῶν, Εὐρ. Τρῳ. 5· χρῆσθαι ὁμιλίαις κακαῖς Πλάτ. Πολ. 550Β· αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13, κτλ. 2) μῖξις σαρκικὴ ἢ συνουσία, Ἡρόδ. 1. 182, Ξεν. Συμπ. 8, 22, Ἀπομν. 3. 11, 14, κτλ.· νυμφικαὶ ὁμ. Εὐρ. Ἑλ. 1400· ὁμ. τῶν ἀφροδισίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 2· ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας ἢ τῶν ἀρρένων ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8. 7. 3) ὁμιλία, συνομιλία, λόγος, συνδιάλεξις, τῆς κοινῆς ... ὁμιλίας, τοῦ κοινοῦ ἐν χρήσει λόγου, Ἐρωτιαν. σ. 2, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33, 14, κλ. 4) παίδευσις, διδασκαλία, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 6 καὶ 15· μάθημα, «παράδοσις», διδασκαλία, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 19· καὶ παρ’ Ἐκκλ., λόγος, κήρυγμα, ὁμιλία. 5) ὁμιλέειν ὁμιλίῃ, κατέχειν τι διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6) ἡ ὁμ. τοῦ ὀνόματος, ἡ κοινή, συνήθης αὐτοῦ χρῆσις, Διογ. Λ. 10. 67. ΙΙ. σύλλογος, ἑταιρεία, ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 57. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, καινὴν δ’ ὁρῶσα τήνδ’ ὁμιλίαν, βλέπουσα τὴν παράδοξον ταύτην ἐπίσκεψιν ὑμῶν εἰς τὴν χώραν ταύτην, αὐτόθι 406· ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν, ἡμᾶς τοὺς συνναύτας, Σοφ. Αἴ. 872· ἀδελφῶν ἡ παροῦσ’ ὁμ. Εὐρ. Ἡρακλ. 581· πρβλ. Ἱππ. 19 καὶ ἴδε ὄνομα IV.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. réunion, d’où
1 assemblée;
2 venue, visite, apparition;
II. compagnie, société, d’où
1 relations familières, commerce habituel;
2 entretien familier ; particul. leçons d’un maître ; ὁμιλία πρός τινα, moyen d’entretenir familièrement qqn;
3 commerce intime, relations intimes.
Étymologie: ὅμιλος.

Spanish

compañía, unión

English (Strong)

from ὅμιλος; companionship ("homily"), i.e. (by implication) intercourse: communication.