δόλιος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(strοng)
(T22)
Line 30: Line 30:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[δόλος]]; [[guileful]]: [[deceitful]].
|strgr=from [[δόλος]]; [[guileful]]: [[deceitful]].
}}
{{Thayer
|txtha=δόλια, δόλιον ([[δόλος]]); from [[Homer]] on, [[deceitful]]: 2 Corinthians 11:13.
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλιος Medium diacritics: δόλιος Low diacritics: δόλιος Capitals: ΔΟΛΙΟΣ
Transliteration A: dólios Transliteration B: dolios Transliteration C: dolios Beta Code: do/lios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): —

   A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε . . δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δ. χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60 W. Adv. -ίως Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.

German (Pape)

[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.

English (Autenrieth)

(δόλος): deceitful, deceiving. (Od.)

English (Slater)

δόλῐος
   1 devious δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14)

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [tb. -ος, -ον E.Alc.33, Tr.530; sg. gen. masc. -οιο Opp.H.3.598, 4.467; plu. dat. masc. δολίοισι Opp.C.3.259, fem. δολίῃσιν A.R.4.59]
1 engañoso, falaz de héroes, dioses y personif. οἰκονόμος δ., ... Μῆνις A.A.155, cf. Ch.726, Ὀδυσσεύς S.Ph.608, μάγος ... ἀγύρτης de Tiresias, S.OT 388, νύκτωρ ... δ. ὁρμᾶται μόνος de Ayante, S.Ai.47, de Afrodita, B.17.116, cf. E.Hel.238, de Hermes SEG 37.1673 (Cirene VI a.C.), S.Ph.133, Ar.Pl.1157, Th.1202, Aen.Tact.24.15, IG 3(3).90a.16 (III a.C.?), Paus.7.27.1, del demonio, Ath.Al.V.Anton.6.1
de pers. ἀστός Pi.P.2.82, φῶτες Lyr.Adesp.21.19, cf. Hp.Vict.1.36, Vett.Val.17.12, τύραννος Plb.21.34.1, de los iracundos, Phld.Ir.28.32, ἐργάται 2Ep.Cor.11.13, δολιώτατος ἀνήρ I.BI 4.208, ref. al carácter y partes del cuerpo que lo reflejan ἦθος ... δ. carácter traicionero Thgn.1244, cf. Plb.6.47.5, δ. ... ἦτορ corazón desleal Thgn.122, δόλιον ὄμμα ἔχων el tábano de Ío, A.Pr.569, δόλιαι ψυχαί, δόλιαι φρένες Ar.Pax 1068, cf. D.H.3.30, χείλη 1Ep.Clem.15.5, γλῶσσα LXX Ps.51.6, cf. Nonn.D.4.76, πόθος Nonn.D.42.208
de anim. δ. κερδώ Ar.Eq.1068, δολίου ὑπὸ θηρός Orac.Sib.12.185
de abstr. δολίῳ μόρῳ δαμείς A.A.1495, 1519, cf. AP 7.540 (Damag.), ἄτα S.Tr.851, E.Tr.530, κέρδος αἰνῆσαι ... δόλιον elogiar la ganancia fraudulenta Pi.P.4.140, δ. ... αἰών engañosa existencia humana, Pi.I.8.14, ἀπάται Orph.H.28.5, cf. Nonn.D.8.124, λόχος Orác. en Paus.4.12.4, Opp.C.3.259, μῆτις Opp.C.1.248, 3.415, δολίην ὑπὸ νύκτα Triph.29
de concr. ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι cuando lo llevan en engañoso círculo a un león acorralado Od.4.792, ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων sin perros ni engañosas redes Pi.N.3.51, cf. Opp.H.3.598, 4.467, τέχνη Od.4.455, Hes.Th.160, 555, E.Alc.33, cf. Pi.N.4.57, ἔπη Od.9.282, cf. LXX Pr.12.6, ἀοιδαί A.R.4.59, νόσος AP 16.132 (Theodorid.), προπόσεις AP 5.199 (Hedyl.), χρυσός AP 8.180, 211 (Greg.Naz.), Orac.Sib.14.351, ὁδός AP 7.546.
2 subst. τὸ δ. engaño, ardid, trampa ὡς μήτ' ἐκ τοῦ βιαίου παθεῖν μηθὲν μήτ' ἐκ τοῦ δολίου D.H.11.22, plu. ὅστις καθ' ἑτέρου δόλια μηχανεύεται Trag.Adesp.573
ἡ δ. la mujer engañosa, AP 5.7, 189 (Asclep.).
III adv. -ως dolosamente (Δίκα) δολίως βλαπτομένα (Justicia) dañada con engaño A.Ch.955, οὐ λήσεις δ. Batr.(a) 93, πᾶς φίλος δ. πορεύσεται LXX Ie.9.3, τοῦτο κἀκείνων δ. ὑποπτευσάντων D.L.9.36, φιλεῖν δ. Aesop.7.3, μηδέποθ' ὑπούλως ἢ δ. λαλῶν τινι GVI 1113a.7 (Apamea III d.C.), δ. αὐτὸν συνλαβέσθαι (sic) PLaur.42.5, 7 (IV/V d.C.) en BL 7.76. • DMic.: do-ri-wo (?).

English (Strong)

from δόλος; guileful: deceitful.

English (Thayer)

δόλια, δόλιον (δόλος); from Homer on, deceitful: 2 Corinthians 11:13.