ὑποζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(T22)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=from [[Herodotus]] [[down]]; to [[under]]-[[gird]]: τό [[πλοῖον]] to [[bind]] a [[ship]] [[together]] [[laterally]] [[with]] ὑποζωματα ([[Plato]], de rep. 10, p. 616c.), i. e. [[with]] girths or cables, to [[enable]] it to [[survive]] the [[force]] of waves and [[tempest]], [[βοήθεια]]))). ([[Polybius]] 27,3, 3.)  
|txtha=from [[Herodotus]] [[down]]; to [[under]]-[[gird]]: τό [[πλοῖον]] to [[bind]] a [[ship]] [[together]] [[laterally]] [[with]] ὑποζωματα ([[Plato]], de rep. 10, p. 616c.), i. e. [[with]] girths or cables, to [[enable]] it to [[survive]] the [[force]] of waves and [[tempest]], [[βοήθεια]]))). ([[Polybius]] 27,3, 3.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποζώννῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζώσω</i> — Παθ., παρακ. <i>ὑπ-έζωσμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφίγγω]] με ζώνες από [[κάτω]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>ζειρὰς ὑπεζωμένοι</i>, ζωσμένοι με <i>ζειράς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περισφίγγω]] με ζώνες ή [[δένω]] γερά από [[κάτω]] ένα [[πλοίο]] (βλ. [[ὑπόζωμα]] II), σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποζώννῡμι Medium diacritics: ὑποζώννυμι Low diacritics: υποζώννυμι Capitals: ΥΠΟΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: hypozṓnnymi Transliteration B: hypozōnnymi Transliteration C: ypozonnymi Beta Code: u(pozw/nnumi

English (LSJ)

(inf. ὑποζωνύναι in IG12.73.9) and ὑποζωννύω Plb.27.3.3,

   A undergird, τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Plu.Eum.11; ὑ. τινὰ τοῖς ποσσίν AP12.222 (Strat.); ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευράς (sc. ὑμήν), or abs. ὁ ὑπεζωκώς, the pleura, Alex.Aphr.Pr.1.53, Gal.2.591 (ὑμήν is expressed in Diocl.Fr. 64, Antyll. ap. Orib.44.23.45, Orac.Chald. ap. Dam.Pr.265); ὑπεζωκότες foetal membranes, Sor.1.58; lining of the intestines, Orib.Fr. 58:—Pass., esp. in pf. part., ζειρὰς ὑπεζωμένοι (v.l. -ζωσμ-) girt with ζειραί (q. v.), Hdt.7.69; ὑπεζωσμένοι ἱμάντας Plu.Rom.26: abs., ὑπεζωμέναι (οι) girt up, Hdt.2.85 (with vv. ll.):—esp.,    II brace a ship, so as to make her seaworthy (cf. ὑπόζωμα 11), IG l. c., Plb. l. c., Act.Ap.27.17; ὑπέζωται IG22.1621.68.    III ὑπεζῶσθαι· τὸ εἰς ἄνδρας ἐλθεῖν, Φιλητᾶς, Hsch. (prob. = come to man's estate).

German (Pape)

[Seite 1217] und -ζωννύω (s. ζώννυμι), 1) unten gürten, um-, zusammengürten; ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. 7, 69; ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Plut. Rom. 26; Num. 13; ὑποζώσας Strat. 64 (XII, 222), ein Fechterausdruck; – ὑπέζωσται νηδὺν λευκήν, hat einen weißen Bauch, Ael. H. A. 13, 17. – 2) ναῦν, ein Schiff mit dem ὑπόζωμα versehen, umbinden, was vor der Abfahrt geschah, Act. Apost. 27, 17; dah. übh. ausrüsten, Pol. 27, 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποζώννῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -ζώσω· ― ζωννύω ὑποκάτωθεν, τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Πλουτ. Εὐμέν. 11· ὑπ. τινὰ τοῖς ποσσὶν Ἀνθ. Παλ. 12. 222· ― ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς ὑμήν, ἢ ἀπολ., ὁ ὑπεζωκώς, δηλ. τὸ ὑπόζωμα, διάζωμα, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 53, Γαλην., ἴδε Greenhill Θεόφιλ. 299. ― Παθ., μάλιστα ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι, ἐζωσμένοι μὲ ζειρὰς (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 7. 69· ἱμάντας ὑπεζωσμένοι Πλουτ. Ρωμ. 26 ― μάλιστα δὲ ΙΙ. ζωννύω κάτωθεν ἢ ὑποδένω διὰ σχοινίων πλοῖον, οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω αὐτὸ πλόϊμον, (ἴδε ὑπόζωμα ΙΙ), Πολύβ. 27. 3, 3, Πράξ. τῶν Ἀποστ. κζ΄, 17· πρβλ. Horat. I Carm. 14, 6 καὶ ἴδε ζεύγνυμι ΙΙ, 4, διαζώννυμι Ι.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑπέζωκα, pf. Pass. ὑπέζωσμαι;
ceindre en dessous;
Moy. ὑποζώννυμαι;
1 se ceindre de : ξίφος PLUT d’une épée ; χρυσοῦς PLUT porter de l’or dans sa ceinture ; au pf. être ceint de : νηδὺν λευκήν ÉL d’un ventre blanc, avoir le ventre blanc;
2 relever autour de ses reins : χιτῶνα LUC sa tunique.
Étymologie: ὑπό, ζώννυμι.

English (Strong)

from ὑπό and ζώννυμι; to gird under, i.e. frap (a vessel with cables across the keel, sides and deck): undergirt.

English (Thayer)

from Herodotus down; to under-gird: τό πλοῖον to bind a ship together laterally with ὑποζωματα (Plato, de rep. 10, p. 616c.), i. e. with girths or cables, to enable it to survive the force of waves and tempest, βοήθεια))). (Polybius 27,3, 3.)

Greek Monotonic

ὑποζώννῡμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω — Παθ., παρακ. ὑπ-έζωσμαι·
I. σφίγγω με ζώνες από κάτω, σε Πλούτ. — Παθ., ζειρὰς ὑπεζωμένοι, ζωσμένοι με ζειράς, σε Ηρόδ.
II. περισφίγγω με ζώνες ή δένω γερά από κάτω ένα πλοίο (βλ. ὑπόζωμα II), σε Πολύβ., Κ.Δ.