ταλαιπωρία: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(T22)
(40)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ταλαιπωρίας, ἡ ([[ταλαίπωρος]], [[which]] [[see]]), [[hardship]], [[trouble]], [[calamity]], [[misery]]: miseries), [[Herodotus]], [[Thucydides]], Isocrates, [[Polybius]], Diodorus, Josephus, others; the Sept. [[chiefly]] for שֹׁד.)  
|txtha=ταλαιπωρίας, ἡ ([[ταλαίπωρος]], [[which]] [[see]]), [[hardship]], [[trouble]], [[calamity]], [[misery]]: miseries), [[Herodotus]], [[Thucydides]], Isocrates, [[Polybius]], Diodorus, Josephus, others; the Sept. [[chiefly]] for שֹׁד.)  
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [[ταλαίπωρος]]<br />σωματική [[κακοπάθεια]], [[κόπωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στενοχώρια]], [[βάσανο]] («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαριά]] και επίπονη [[εργασία]]<br /><b>2.</b> [[εξάσκηση]]<br /><b>3.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαιπωρία Medium diacritics: ταλαιπωρία Low diacritics: ταλαιπωρία Capitals: ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ
Transliteration A: talaipōría Transliteration B: talaipōria Transliteration C: talaiporia Beta Code: talaipwri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A hard labour, Hp.Aër.21, Gal.15.620,741; also simply, regular use, exercise, τῆς χειρός Hp.Art.53.    2 hardship, distress, Th.4.117; τῇ τοῦ σώματος τ. And.2.17; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις τ. Plb.3.17.8; ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα τ. Phld.Oec.p.53 J.: pl., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Hdt.6.11; τετρυμένοι . . ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ ib.12.    3 bodily suffering or pain, caused by disease, Th.2.49.

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία, Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαιπωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ ἐπίμοχθος ἐργασία, πολὺς κόπος, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, τακτικὴ χρῆσις, ἐνέργεια, ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς κόπος, κακοπάθεια, ἀθλιότης, Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ αὐτόθι 12. 3) σωματικὸν πάθημαπόνος προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peine, fatigue, misère, particul. souffrance.
Étymologie: ταλαίπωρος.

English (Strong)

from ταλαίπωρος; wretchedness, i.e. calamity: misery.

English (Thayer)

ταλαιπωρίας, ἡ (ταλαίπωρος, which see), hardship, trouble, calamity, misery: miseries), Herodotus, Thucydides, Isocrates, Polybius, Diodorus, Josephus, others; the Sept. chiefly for שֹׁד.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α ταλαίπωρος
σωματική κακοπάθεια, κόπωση
νεοελλ.
στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες»)
αρχ.
1. βαριά και επίπονη εργασία
2. εξάσκηση
3. σωματικός πόνος.