ψόθος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῑθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῑθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόθος Medium diacritics: ψόθος Low diacritics: ψόθος Capitals: ΨΟΘΟΣ
Transliteration A: psóthos Transliteration B: psothos Transliteration C: psothos Beta Code: yo/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀκαθαρσία, Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος acc. to Theognost.Can.54.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.———————— (II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.