ἄλοξ: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[αὖλαξ]]. | |dgtxt=v. [[αὖλαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄλοξ]] (-οκος), η (Α) ([[ομηρικός]] [[τύπος]] σε [[αιτιατική]] ενικού που απαντά και σε πληθυντικό [[ὦλκα]], <i>ὦλκας</i> από άχρηστη ονομαστική <i>ὦλξ</i>)<br /><b>1.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει το [[αλέτρι]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]] που προκαλείται από [[νυχιά]], γρατζούνισμα<br /><b>3.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζει στη [[θάλασσα]] το [[πλοίο]] που ταξιδεύει<br /><b>4.</b> (στην ποιητ. [[γλώσσα]]) η συζυγική [[κλίνη]] που εννοείται μτφ. ως [[αγρός]] του ανθρώπινου είδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. [[αὖλαξ]] που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] μεταθέσεως από τη [[ρίζα]] <i>ἀολκ</i>- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. [[ὦλκα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>Fολκα</i>) «[[αύλακα]]» — <b>βλ.</b> και λ. [[αὖλαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλοκίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
οκος, ἡ,
A = αὖλαξ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 109] οκος, ἡ (von ἕλκω, vgl. αὖλαξ, ὦλξ), die Furche, Aesch. Ag. 987; Ar. Av. 234; dah. die Ritze, Wunde, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Aesch. Ch. 25; δορὸς ταχεῖα ἄλ. Eur. Herc. Fur. 161; βαθεῖα τραύματος ἄλ. Rhes. 790; ἄλοκα τέμνειν, von der Meerfahrt, Arion. 17. Bei den Trag. übertr. auf das Ehebett, gleichsam das Saatfeld des Menschengeschlechts, πατρῷαι ἄλοκες, des Vaters Ehebett, Soph. O. R. 1211; τέκνων ἄλοκα σπείρειν, Kinder zeugen, Eur. Phoen. 18. Auf den Geist übertr. sagt Aesch. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Sept. 575.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοξ: οκος, ἡ, = αὖλαξ, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
οκος (ἡ) :
1 sillon d’un champ ; champ ensemencé;
2 fig. sein fécondé ; semence qui féconde le sein de la mère;
3 sillon d’une égratignure.
Étymologie: R. Ἐλκ faire une traînée ; cf. ἕλκος, lat. sulcus.
Spanish (DGE)
v. αὖλαξ.
Greek Monolingual
ἄλοξ (-οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ)
1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι
2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα
3. το αυλάκι που σχηματίζει στη θάλασσα το πλοίο που ταξιδεύει
4. (στην ποιητ. γλώσσα) η συζυγική κλίνη που εννοείται μτφ. ως αγρός του ανθρώπινου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. αὖλαξ που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως προϊόν μεταθέσεως από τη ρίζα ἀολκ- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. ὦλκα (< ἀ-Fολκα) «αύλακα» — βλ. και λ. αὖλαξ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοκίζω.