ἐριοφόρος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριοφόρος''': -ον, φέρων [[ἔριον]], [[δένδρον]] ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7. | |lstext='''ἐριοφόρος''': -ον, φέρων [[ἔριον]], [[δένδρον]] ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[ἐριοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει ή παράγει [[έριο]] ή [[ουσία]] όμοια με [[έριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εριοφόρο</i><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κυπειρωδών<br /><b>2.</b> [[φάρμακο]] το οποίο δίνεται για την [[καταπολέμηση]] σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐριοφόρον [[δένδρον]]» — το [[φυτό]] [[βαμβάκι]]<br />β) «[[ἐριοφόρος]] [[βολβός]]» — το [[φυτό]] θαλασσινό [[παγκράτιο]], [[κρίνος]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έριο]](-<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wool-bearing, δένδρον cotton-tree, Gossypium arboreum, Thphr. HP4.7.7 (pl.); ἐ. βολβός, Pancratium maritimum, ib.7.13.8.
German (Pape)
[Seite 1030] Wolle tragend, δένδρα, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριοφόρος: -ον, φέρων ἔριον, δένδρον ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.
Greek Monolingual
-ο (AM ἐριοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο
γένος φυτών της οικογένειας τών κυπειρωδών
2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων
αρχ.
φρ. α) «ἐριοφόρον δένδρον» — το φυτό βαμβάκι
β) «ἐριοφόρος βολβός» — το φυτό θαλασσινό παγκράτιο, κρίνος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -φόρος (< φέρω)].