ἡδυμελής: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II. | |btext=ής, ές :<br />aux chants agréables.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[μέλος]] II. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἡδυμελής]], Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. [[ἡδυμέλεια]])<br />αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]], [[αρμονικός]], [[γλυκύφθογγος]], [[μελωδικός]] («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[γλυκά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυμελώς</i><br />με [[γλυκύτητα]], με μελωδικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], [[μελωδία]], [[τραγούδι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ές,
A sweet-singing, χελιδοῖ Anacr.67, cf. Sapph.122 (Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, ξόανα S.Fr.238, etc.: poet. fem., ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn.D.29.287.
German (Pape)
[Seite 1153] ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῦσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυμελής: Δωρ. ἁδυμ-, ές, ἡδέως, ᾄδων, γλυκύφθογγος, Ἀνακρ. 67, Σαπφὼ 122, Πίνδ. Ν. 2. 40, Σοφ. Ἀποσπ. 228, κτλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 659· ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια σύριγξ, Νόνν. Δ. 29. 287.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux chants agréables.
Étymologie: ἡδύς, μέλος II.
Greek Monolingual
-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμ-μελής, θελξι-μελής].