ἰλύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(eksahir)
(17)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[lodo]], [[fango]]
|esgtx=[[lodo]], [[fango]]
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰλύς]], -ύος)<br /><b>1.</b> [[λάσπη]] τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών<br /><b>2.</b> [[κατακάθι]], [[καθίζημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σχηματισμένη [[κατά]] το [[αχλύς]] «[[νέφος]], [[καταχνιά]]», ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ilu</i>- «[[λάσπη]]-[[μαύρος]]» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. <i>ilŭ</i>, γεν. <i>ila</i> «[[λάσπη]]», λετονικό <i>ī</i><i>ls</i> «πολύ [[σκοτεινός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιλυώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ίλυμα]], [[ιλυόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ιλυοδόχη]], [[ιλυόλουτρο]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλύς Medium diacritics: ἰλύς Low diacritics: ιλύς Capitals: ΙΛΥΣ
Transliteration A: ilýs Transliteration B: ilys Transliteration C: ilys Beta Code: i)lu/s

English (LSJ)

[ῑ], ύος, ἡ,

   A mud, slime, τεύχεα . . κείσεθ' ὑπ' ἰλύος κεκαλυμμένα Il.21.318, cf.IG12.94.20, 23, Zeno Stoic.1.29, Inscr.Délos 354.19, etc.; of alluvial soil, Hdt.2.7; ἰ. καὶ ψάμμος Hp.Aër.9.    2 dregs, sediment, Id.Mul.1.66; of wine, Arist.GA753a24, al.    3 impurity, αἵματος Gal.1.603, cf. 616; στέρνων Androm. ap. eund.14.35. [ἰλῡς -ῡν Choerob.in Theod.1.331; gen. ἰλῠος APl.4.230 (Leon.), A.R. 1.10, but ἰλῡος (metri gr. Hdn.Gr.2.117) Il. l.c.] (Cf. Russ. il, Polish it 'mud', 'potter's clay'.)

German (Pape)

[Seite 1251] ῦος, ἡ (mit ἴλλω, εἰλύω zusammenhangend), Schlamm, Koth, τεύχεα – νειόθι λίμνης κείσεθ' ὑπ' ἰλῖος (Wolf ἰλ ύος) κεκαλυμμένα Il. 21, 318, Her. 2, 7; Arist. gen. an. 3, 2 u. Sp. [Bei Leon. Tar. 39 (Plan. 230) ist in ἰλύος das υ kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
limon, fange ; alluvion.
Étymologie: R. ἸλϜ, p. ϜιλϜ, ϜελϜ, rouler ; v. ἴλλω.

Spanish

lodo, fango

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰλύς, -ύος)
1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών
2. κατακάθι, καθίζημα
αρχ.
ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu- «λάσπη-μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ, γεν. ila «λάσπη», λετονικό īls «πολύ σκοτεινός».
ΠΑΡ. ιλυώδης
αρχ.
ίλυμα, ιλυόεις.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιλυοδόχη, ιλυόλουτρο].