κνῆσμα: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> raclure, rognure;<br /><b>2</b> démangeaison.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> raclure, rognure;<br /><b>2</b> démangeaison.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνῆσμα]], τὸ (AM) [[κνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ερεθισμός]] του δέρματος, [[φαγούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κνήσματα</i><br />ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με [[τρίψιμο]], αποξέσματα, τρίμματα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψήκτρης [[κνῆσμα]]» — [[χτένα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a. II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28˙ ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.