ἀνάντης: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[empinado]], [[cuesta arriba]] χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.<i>R</i>.364d, [[ἀνάβασις]] Pl.<i>R</i>.515e.<br /><b class="num">2</b> subst. τό, τὰ ἄ. [[cuesta]], [[subida]] πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.<i>Flat</i>.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.<i>Eq</i>.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.<i>Phdr</i>.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.<i>Lg</i>.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.<i>NA</i> 13.14<br /><b class="num">•</b>[[escala ascendente]] τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.<i>R</i>.568c<br /><b class="num">•</b>fig. [[dificultad]] ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ [[εἰσάπαν]] ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A. | |dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[empinado]], [[cuesta arriba]] χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.<i>R</i>.364d, [[ἀνάβασις]] Pl.<i>R</i>.515e.<br /><b class="num">2</b> subst. τό, τὰ ἄ. [[cuesta]], [[subida]] πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.<i>Flat</i>.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.<i>Eq</i>.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.<i>Phdr</i>.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.<i>Lg</i>.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.<i>NA</i> 13.14<br /><b class="num">•</b>[[escala ascendente]] τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.<i>R</i>.568c<br /><b class="num">•</b>fig. [[dificultad]] ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ [[εἰσάπαν]] ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἀνά, ἄντην)
A up-hill, steep, opp. κατάντης, χωρίον Hdt. 2.29; πεδία Hp.Aër.19; ὁδός, ἀνάβασις, Pl.R.364d, 515e; πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, opp. κατὰ πρανοῦς, X.Eq.3.7, cf Pl.Phdr.247b; πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν in the ascending scale of our constitutions, Id.R.568c; πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Id Lg.732c.
German (Pape)
[Seite 199] ες (ἀντάω), bergauf, steil, schwierig, ἀνάβασις Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Ggstz κατάντης, Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάντης: τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, ἀντάω) ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀντίθ. τῷ κατάντης, χωρίον Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, ἀνάβασις Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον σημεῖον τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
montant, escarpé.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.
Spanish (DGE)
-ες
1 empinado, cuesta arriba χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.R.364d, ἀνάβασις Pl.R.515e.
2 subst. τό, τὰ ἄ. cuesta, subida πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.Flat.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.Eq.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.Phdr.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.Lg.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.NA 13.14
•escala ascendente τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.R.568c
•fig. dificultad ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ εἰσάπαν ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀνάντης)
ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].