ἀρατός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(6)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρατός]], -ή, -όν (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> [[καταραμένος]], [[επάρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός για [[χάρη]] του οποίου εύχεται [[κάποιος]], [[επιθυμητός]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱτός Medium diacritics: ἀρατός Low diacritics: αρατός Capitals: ΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: aratós Transliteration B: aratos Transliteration C: aratos Beta Code: a)rato/s

English (LSJ)

Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι)

   A prayed against, accursed, ἀρητὸς γόος Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972 (lyr.).    II prayed for, desirable, Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη SIG656.17 (Abdera): hence Ἄρητος, Ἀρήτη, as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later Ἄρᾱτος. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]

German (Pape)

[Seite 344] ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v. l. ἄρρητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρατός: Ἰων. ἀρητός, ἡ, όν, (ἀράομαι) κατηραμένος, βλαπτικός, κατάρατος, ἀρατόν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 (ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν ἕλκος Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ οὗ ηὔξατό τις, ὅθεν Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on doit maudire, maudit.
Étymologie: ἀράομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): jón. ép. ἀρητός Il.17.37, 24.741; pero ἄρητος Ath.Mitt.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. Ἄρητος

• Prosodia: [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]

• Morfología: [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]
I en sent. positivo
1 de dioses que atiende a las plegarias, propicio de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia Ath.Mitt.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.Fr.24.9.
2 de abstr. propicio, agradable ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη SIG 656.17 (Abdera II a.C.)
neutr. como adv. de buena gana ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.Del.205.
II en sent. neg. que atrae la maldición, de maldición ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición, Il.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972, μόρος Q.S.11.120, cf. EM 140.41G., Eust.1093.60.

Greek Monolingual

-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].

Greek Monolingual

ἀρατός, -ή, -όν (Α) αρά
1. καταραμένος, επάρατος
2. αυτός για χάρη του οποίου εύχεται κάποιος, επιθυμητός.