ἄσκεπτος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no examinado]], [[no observado]] ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.<i>Ec</i>.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ [[ἕνεκα]] ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.<i>Tht</i>.184a, cf. X.<i>Mem</i>.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154<br /><b class="num">•</b>[[a lo que no se presta atención]] οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención</i> Ephipp.14.5.<br /><b class="num">2</b> [[inobservable]], [[imposible de constatar]] ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.<i>APo</i>.89<sup>b</sup>10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.<i>H</i>.1.773.<br /><b class="num">3</b> [[no atento]], [[no observador]], [[irreflexivo]] de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.<i>R</i>.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d<br /><b class="num">•</b>c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.<i>Cyn</i>.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes</i> Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.<i>BI</i> 6.328, [[ἐλπίς]] I.<i>BI</i> 5.66<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. [[sin comprobación]], [[irreflexivamente]] λέγειν Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>a</sup>30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.<i>Demetr</i>.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[irreflexivamente]], [[a la ligera]], [[sin previo examen]] βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.<i>Chrm</i>.158e, ἔχειν Pl.<i>Cra</i>.440d, [[αὐτόθεν]] ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου [[ἐκπορευτέον]] Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.<i>Grg</i>.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no examinado]], [[no observado]] ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.<i>Ec</i>.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ [[ἕνεκα]] ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.<i>Tht</i>.184a, cf. X.<i>Mem</i>.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154<br /><b class="num">•</b>[[a lo que no se presta atención]] οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención</i> Ephipp.14.5.<br /><b class="num">2</b> [[inobservable]], [[imposible de constatar]] ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.<i>APo</i>.89<sup>b</sup>10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.<i>H</i>.1.773.<br /><b class="num">3</b> [[no atento]], [[no observador]], [[irreflexivo]] de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.<i>R</i>.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d<br /><b class="num">•</b>c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.<i>Cyn</i>.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes</i> Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.<i>BI</i> 6.328, [[ἐλπίς]] I.<i>BI</i> 5.66<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. [[sin comprobación]], [[irreflexivamente]] λέγειν Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>a</sup>30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.<i>Demetr</i>.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[irreflexivamente]], [[a la ligera]], [[sin previo examen]] βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.<i>Chrm</i>.158e, ἔχειν Pl.<i>Cra</i>.440d, [[αὐτόθεν]] ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου [[ἐκπορευτέον]] Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.<i>Grg</i>.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[άσκεφτος]], -η, -ο (AM [[ἄσκεπτος]], -ον)<br />Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται [[χωρίς]] [[περίσκεψη]], ο [[απερίσκεπτος]], ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έγινε [[γνωστός]], ο [[κρυφός]] («ἄσκεπτοι γάμοι»)<br /><b>3.</b> ο [[ασήμαντος]], ο [[αμελητέος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσκεφτα</i> (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)<br />απερίσκεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]<br />[[άσκεφτος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσκεπτος]] με [[ανομοίωση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, unreflecting, οὐκ ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. 14.5, cf. Pl.R.438a, Plu.2.45d: mostly in Adv. -τως inadvisedly, Th.6.21, Pl.Chrm.158e, etc.; ἀ. ἔχειν Id.Cra.440d; ἀ. ἔχειν τινός Id.Grg.501c: Comp.-ότερον Arist.Pol.1274a30, Plu.Demetr.1. II unconsidered, unobserved, Ar.Ec.258, X.Mem.4.2.19; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται Pl. Tht.184a. 2 unseen, hidden, γάμοι Opp.H.1.773. 3 too small to be observed, negligible, ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.0.89b10.
German (Pape)
[Seite 371] unüberlegt, unbedacht, ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. Ath. XI, 509 d; Plat. Theaet. 184 a; Xen. Mem. 4, 2, 19. – Adv., ἀσκέπτως, unbedachtsam, Thuc. 6, 21; ἔχειν τινός, auf etwas keine Rücksicht nehmen, Plat. Gorg. 501 c; vgl. Crat. 440 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non considéré, non observé;
2 fig. inconsidéré, irréfléchi;
Cp. ἀσκεπτότερος.
Étymologie: ἀ, σκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no examinado, no observado ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.Ec.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
•a lo que no se presta atención οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.89b10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.R.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d
•c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.Cyn.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.BI 6.328, ἐλπίς I.BI 5.66
•neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente λέγειν Arist.Pol.1274a30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.Demetr.1.
II adv. -ως irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e, ἔχειν Pl.Cra.440d, αὐτόθεν ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέον Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87
•c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.Grg.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51.
Greek Monolingual
και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].