δόλων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(Bailly1_2)
(9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>gén. pl. de</i> [[δόλος]].<br /><span class="bld">2</span>ωνος (ὁ) :<br />arme (poignard, épée, <i>etc.</i>) cachée dans une canne.<br />'''Étymologie:''' [[δόλος]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>gén. pl. de</i> [[δόλος]].<br /><span class="bld">2</span>ωνος (ὁ) :<br />arme (poignard, épée, <i>etc.</i>) cachée dans une canne.<br />'''Étymologie:''' [[δόλος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δόλων]])<br />[[μαχαίρι]] κρυμμένο [[μέσα]] σε ράβδο, [[στιλέτο]], [[στόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι δόλωνες</i><br />τα [[δεύτερα]] τετράγωνα [[ιστία]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκάρι]] που κρατά πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>2.</b> μακρύ [[καλάμι]] με [[αγκίστρι]] στο [[λεπτό]] του [[άκρο]] κατάλληλο για [[ψάρεμα]], [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δόλος]], με αρχική τη σημ. «[[μαχαίρι]], [[στιλέτο]]», [[προτού]] εξελιχθεί στη μτγν. [[τεχνική]] (μεταφορική;) του [[σημασία]] «[[ιστίο]] (ορισμένου σχήματος)»].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλων Medium diacritics: δόλων Low diacritics: δόλων Capitals: ΔΟΛΩΝ
Transliteration A: dólōn Transliteration B: dolōn Transliteration C: dolon Beta Code: do/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A flying jib, Plb.16.15.2, D.S.20.61.    2 spar which carries such a sail, Poll.1.91.    II secret weapon, poniard, stiletto, Plu.TG10.    III fishing-rod (?), Artem.2.14.

German (Pape)

[Seite 655] ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δόλων: -ωνος, ὁ, μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, Πολύβ. 16, 15, 2, πρβλ. Liv. 36. 44, 45., 37. 30, καὶ ἴδε ἀκάτιον ΙΙ. ΙΙ. μυστικὸν ἐγχειρίδιον, ξιφίδιον ἐν ῥάβδῳ κεκρυμμένον, «στιλέττο», Λατ. dolo, Πλούτ. Τ. Γράκχ. 10. - Παρ' Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

1gén. pl. de δόλος.
2ωνος (ὁ) :
arme (poignard, épée, etc.) cachée dans une canne.
Étymologie: δόλος.

Greek Monolingual

ο (AM δόλων)
μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος
νεοελλ.
ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες
τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες
αρχ.-μσν.
πρωραίο ιστίο
αρχ.
1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο
2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].