ἐπιδικάζω: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=adjuger un bien en litige;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιδικάζομαι réclamer en justice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δικάζω]].
|btext=adjuger un bien en litige;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιδικάζομαι réclamer en justice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δικάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιδικάζω]])<br />(για δικαστήριο ή δικαστική [[απόφαση]]) [[αναγνωρίζω]] [[δικαίωμα]] ή [[απαίτηση]] («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές [[αποζημίωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ενάγοντα) [[καταφεύγω]] στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κινώ]] δικαστική [[αγωγή]], [[προβάλλω]] αξιώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — [[ζητώ]] να εγκριθεί με δικαστική [[απόφαση]] ο [[γάμος]] μου με επίκληρο [[γυναίκα]].
}}
}}