ἐπίσσυτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jaillit avec force ; violent, soudain;<br /><b>2</b> qui fond sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισσεύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jaillit avec force ; violent, soudain;<br /><b>2</b> qui fond sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισσεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσσυτος]], -ον (Α) [[επισεύομαι]]<br /><b>1.</b> (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βίαιος]], [[ξαφνικός]] («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσσῠτος Medium diacritics: ἐπίσσυτος Low diacritics: επίσσυτος Capitals: ΕΠΙΣΣΥΤΟΣ
Transliteration A: epíssytos Transliteration B: epissytos Transliteration C: epissytos Beta Code: e)pi/ssutos

English (LSJ)

ον, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι)

   A rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.

Greek Monolingual

ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).