εὐράξ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[εὖρος]]): on [[one]] [[side]], sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.
|auten=([[εὖρος]]): on [[one]] [[side]], sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐράξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλαγίως, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐράξ]] [[πατάξ]]» — [[αναφώνηση]], [[επιφώνημα]] [[προς]] [[εκδίωξη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ευράξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαξ</i>, [[οδάξ]], <i>παξ</i>), συσχετίστηκε με τον τ. [[ευρύς]], εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>δε Fράξ</i> (<i>Fραξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράσσω]], <i>ράττω</i> «[[χτυπώ]], ωθώ, [[προσκρούω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐράξ Medium diacritics: εὐράξ Low diacritics: ευράξ Capitals: ΕΥΡΑΞ
Transliteration A: euráx Transliteration B: eurax Transliteration C: evraks Beta Code: eu)ra/c

English (LSJ)

Adv.

   A on one side, sideways, στῆ δ' εὐ. σὺν δουρί Il.11.251, 15.541, cf. Lyc.920.    II εὐ. πατάξ, an exclamation in Ar.Av.1258, to frighten away birds.

German (Pape)

[Seite 1092] (εὖρος), seitwärts, Il. 11, 251. 15, 541. Bei Ar. Av. 1250 εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen)

Greek (Liddell-Scott)

εὐράξ: Ἐπίρρ., πλαγίως, στῇ δ’ εὐρὰξ σὺν δουρί, «ἐκ πλαγίου» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 251, Ο. 541. ΙΙ. εὐρὰξ πατάξ, ἐπιφώνημα ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1258, πρὸς ἀποδίωξιν πτηνῶν, ἀλλ’ ἴδε Σχολιαστὴν ἐν τόπῳ, ὅστις δίδει εἰς τὸ ἐπιφώνημα τοῦτο κακὴν σημασίαν.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le sens de la largeur, transversalement ; de côté.
Étymologie: εὐρύς.

English (Autenrieth)

(εὖρος): on one side, sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.

Greek Monolingual

εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].