θερισμός: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(T22) |
(17) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=θερισμοῦ, ὁ ([[θερίζω]]), [[harvest]]: equivalent to the [[act]] of [[reaping]], [[ἐξηράνθη]] ὁ [[θερισμός]], the crops are [[ripe]] for the [[harvest]], i. e. the [[time]] is [[come]] to [[destroy]] the [[wicked]], Sept. for קָצִיר [[rare]] in Greek writings, as [[Xenophon]], oec. 18,3; [[Polybius]] 5,95, 5.) | |txtha=θερισμοῦ, ὁ ([[θερίζω]]), [[harvest]]: equivalent to the [[act]] of [[reaping]], [[ἐξηράνθη]] ὁ [[θερισμός]], the crops are [[ripe]] for the [[harvest]], i. e. the [[time]] is [[come]] to [[destroy]] the [[wicked]], Sept. for קָצִיר [[rare]] in Greek writings, as [[Xenophon]], oec. 18,3; [[Polybius]] 5,95, 5.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θερισμός]]) [[θερίζω]]<br /><b>1.</b> η [[κοπή]] τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών [[φυτών]] με [[δρεπάνι]] ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί [[εἰσί]] πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)<br /><b>2.</b> ο [[καιρός]], η [[εποχή]] [[κατά]] την οποία θερίζουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συγκομιδή]], [[σοδειά]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σιτάρι]] στον αγρό το οποίο πρόκειται [[κάποιος]] να θερίσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.). II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al. 2 harvest, crop, LXXLe.19.9, Ev.Matt. 9.37.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.
Greek (Liddell-Scott)
θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.
English (Strong)
from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.
English (Thayer)
θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθη ὁ θερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.