κακοσχολία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvais emploi de son loisir, perte du temps.<br />'''Étymologie:''' [[κακόσχολος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />mauvais emploi de son loisir, perte du temps.<br />'''Étymologie:''' [[κακόσχολος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοσχολία]], ἡ (Α) [[κακόσχολος]]<br /><b>1.</b> κακή [[ενασχόληση]], το να δαπανά [[κανείς]] με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mischief, malpractice, Delph.3(1).362i32 (ii B. C.), Plu.2.274d.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, schlechte Anwendung der Muße, wie Plut. Quaest. Rom. 40 von den Ringschulen sagt πολὺν ἄλυν καὶ σχολὴν ἐντεκεῖν ταῖς πόλεσι καὶ κακοσχολίαν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais emploi de son loisir, perte du temps.
Étymologie: κακόσχολος.
Greek Monolingual
κακοσχολία, ἡ (Α) κακόσχολος
1. κακή ενασχόληση, το να δαπανά κανείς με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του
2. ραθυμία, οκνηρία, τεμπελιά.