καταδαρθάνω: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(Autenrieth) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. [[κατέδραθον]], du. sync. [[καδδραθέτην]]: [[fall]] [[asleep]], [[sleep]], Od. 23.18. (Od.) | |auten=aor. [[κατέδραθον]], du. sync. [[καδδραθέτην]]: [[fall]] [[asleep]], [[sleep]], Od. 23.18. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταδαρθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποκοιμιέμαι]], μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι<br />κατέδραθον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[κάπου]] τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]] («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαρθάνω]] «[[κοιμάμαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. κατέδαρθον (Att. inf. -δάρθειν acc. to Sch.Ar. Nu.38), Ep. κατέδρᾰθον, subj.
A καταδράθω Od.5.471; part. -δαρθόντα Ar.Pl.300 (-δαρθέντα codd.): aor. 1 Pass. κατεδάρθην is found in later writers, as Philostr.VA2.36, and 3pl. κατέδαρθεν A.R.2.1227: pf. καταδεδάρθηκα Pl.Smp.219c:—fall asleep, mostly in aor., to be asleep, ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od.7.285, cf. 23.18; τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον 8.296; καδδραθέτην, for κατεδραθέτην, 15.494; εἰ δέ κεν . . καταδράθω 5.471; ἔασον . . καταδαρθεῖν τί με Ar.Nu.38; ὁ μακαρίτης οἴχεται, κατέδαρθεν Ar.Fr.488.11, cf. Hp.Epid.5.37, X.Ages. 9.3: in pres., to be falling asleep, opp. ἀνεγείρεσθαι (to be waking), Pl.Phd.71d, 72b. 2 pass the night, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Th.6.61: so in pf., Pl.Smp.l.c.
German (Pape)
[Seite 1345] (s. δαρθάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, so Bekker, Wolf καταδραθῶ; von dem aor. κατεδράθην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρθείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρθεν, = κατεδάρθησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραθέτην, für κατεδραθέτην, 15, 494; καταδαρθεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρθάνειν, im Ggstz von ἀνεγείρεσθαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
καταδαρθάνω: ἀόρ. κατέδαρθον, καὶ κατὰ ποιητ. μετάθεσιν κατέδρᾰθον, Ὅμ.· ὡσαύτως παθ. ἀόρ. β’ κατεδάρθην, γ΄ πληθ. κατέδαρθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1227,- χρόνος ὃν μεταχειρίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ μεταγενέστεροι (διότι ἐν Ὀδ. Ε. 471 ὁ Βεκκῆρος γράφει καταδράθω (ἐνεργ.) ἀντὶ -δραθῶ (Παθ.) καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 300 ὁ Πόρσων διώρθωσε καταδαρθόντα ἀντὶ -θέντα). Ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, «πλαγιάζω» (ἴδε κατωτ.), κατὰ τὸ πλεῖστον εὔχρηστον ἐν τῷ ἀορ., ἐν θάμνοισι κατέδραθον Ὀδ. Ζ. 285, πρβλ. Ψ. 18· τὼ δ’ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον Θ. 296· καδδραθέτην ἀντὶ κατεδραθέτην, Ο. 494· εἰ δέ κεν… καταδράθω Ὀδ. Ε. 471· ἔασον καταδαρθεῖν τί με, «νὰ πάρω ὀλίγον ὕπνον», νὰ κοιμηθῶ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Νεφ. 38· κατέδαρθεν εὐδαίμων Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445Α, πρβλ Ἱππ. 1151Ε, Ξενοφ. Ἀγησ. 9, 3·- ἐν τῷ ἐνεστ., ἀποκοιμῶμαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντίθετον τοῦ ἀνεγείρομαι, Πλάτ. Φαίδων 71D, 72Β: πρκμ. καταδεδαρθηκώς, ἀποκοιμηθείς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 2) ἁπλῶς διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαί που, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Θουκ. 6. 61.
French (Bailly abrégé)
f. καταδαρθήσομαι, ao.2 κατέδαρθον, épq. κατέδραθον, pf. καταδεδάρθηκα;
1 s’endormir, dormir;
2 passer la nuit.
Étymologie: κατά, δαρθάνω.
English (Autenrieth)
aor. κατέδραθον, du. sync. καδδραθέτην: fall asleep, sleep, Od. 23.18. (Od.)
Greek Monolingual
καταδαρθάνω (Α)
1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι
κατέδραθον», Ομ. Οδ.)
2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δαρθάνω «κοιμάμαι»].