καχεξία: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise constitution physique.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔχω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise constitution physique.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[καχεξία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[βαριά]] [[διαταραχή]] και [[εξασθένηση]] όλων τών λειτουργιών της θρέψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) κακή [[διάθεση]], [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> (ως [[φιλολογικός]] όρος)<br />το [[κακό]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καχέκτης]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> υστερολατ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> [[καχεξία]] <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>[[ό]]- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κακ</i>-[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ἑξία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>έκτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἕξω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distd. from κακοχυμία, Gal. 10.263. 2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14. 3 in Lit. Crit., bad style, κ. τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Ggstz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Uebertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].