νοτία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />humidité, pluie.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />humidité, pluie.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νοτία]], Α ιων. τ. νοτίη)<br />[[καιρός]] [[γεμάτος]] [[υγρασία]], [[υγρός]] [[καιρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το μεσημβρινό [[σημείο]] του ορίζοντα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άνεμος]] που πνέει από τον νότο και φέρνει [[υγρασία]] [[καθώς]] περνά από τη [[θάλασσα]], ο [[νοτιάς]], η όστρια («η [[τύχη]] ασκώνοντας [[νοτιά]] με κύματ' άγριας μπόρας», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετεωρίτης]] για τον οποίο πίστευαν ότι έπεφτε σε περίοδο [[μεγάλης]] υγρασίας<br /><b>2.</b> (στον <b>Ομ.</b> συν. στον πληθ.) <i>αἱ νοτίαι</i><br />οι βροχές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νοτίαι ἐαριναί» — οι πρώτες βροχές της άνοιξης<br />β) «[[νοτία]] [[φυσική]]» — η [[υγρασία]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[νοτία]] ([[αὔρα]], [[πνοή]]) του επιθ. [[νότιος]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτία Medium diacritics: νοτία Low diacritics: νοτία Capitals: ΝΟΤΙΑ
Transliteration A: notía Transliteration B: notia Transliteration C: notia Beta Code: noti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A damp, moisture, νοτίαι εἰαριναί spring showers, Il.8.307 : abs., wet weather, Arist. HA551a3, Thphr.HP7.14.1.    II ν. φυσική natural moisture of the body, Paul.Aeg.6.24.    III a meteorite supposed to fall in wet weather, Plin.HN37.176.

Greek (Liddell-Scott)

νοτία: ἡ, ἡ καὶ ὀμβρία, λίθος τις τῶν τιμίων, Plin. h. n. XXXVII, 65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
humidité, pluie.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νοτία, Α ιων. τ. νοτίη)
καιρός γεμάτος υγρασία, υγρός καιρός
νεοελλ.
το μεσημβρινό σημείο του ορίζοντα
νεοελλ.-μσν.
άνεμος που πνέει από τον νότο και φέρνει υγρασία καθώς περνά από τη θάλασσα, ο νοτιάς, η όστρια («η τύχη ασκώνοντας νοτιά με κύματ' άγριας μπόρας», Ζερβ.)
αρχ.
1. μετεωρίτης για τον οποίο πίστευαν ότι έπεφτε σε περίοδο μεγάλης υγρασίας
2. (στον Ομ. συν. στον πληθ.) αἱ νοτίαι
οι βροχές
3. φρ. α) «νοτίαι ἐαριναί» — οι πρώτες βροχές της άνοιξης
β) «νοτία φυσική» — η υγρασία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. νοτία (αὔρα, πνοή) του επιθ. νότιος.