πολύξενος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(SL_2) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πολύξενος]] <br /> <b>1</b> [[where]] [[many]] strangers [[come]] πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (O. 1.93) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι [[ἵκεο]] Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.2) πολύξεναι νεάνιδες (Boeckh: πολύξειναι codd.: the [[temple]] prostitutes of [[Aphrodite]]) fr. 122. 1. | |sltr=[[πολύξενος]] <br /> <b>1</b> [[where]] [[many]] strangers [[come]] πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (O. 1.93) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι [[ἵκεο]] Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.2) πολύξεναι νεάνιδες (Boeckh: πολύξειναι codd.: the [[temple]] prostitutes of [[Aphrodite]]) fr. 122. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[πολύξενος]], -ον, ΝΑ, και [[πολύξεινος]], -ον, θηλ. και πολυξένα, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[παραλλαγή]] του λευκοχρύσου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ [[φιλόξενος]] («[[μηδὲ]] πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, [[πολυσύχναστος]] («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> [[φιλόξενος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. πολύ-ξεινος, ον, poet. also α, ον Pi.Fr.122.1, N.3.2:—of persons,
A entertaining many guests, very hospitable, opp. ἄξεινος, Hes.Op.715; δαίς ib.722; πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων A.Supp.157 (lyr.), cf. Fr.228, Call.Fr.478. II visited by many guests, βωμός, νᾶσος, Pi. O.1.93 (Sup.), N.3.2; νεάνιδες Id.Fr.122.1; οἶκος E.Alc.569 (lyr.); cf. sq.
German (Pape)
[Seite 667] ion. πολύξεινος, sehr gastfrei, gastlich aufnehmend; Hes. O. 717. 724; τὸν πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων, Aesch. Suppl. 148; von vielen Fremden besucht, νᾶσος, Pind. N. 3, 2; βωμός, Ol. 1, 93; οἶκος, Eur. Alc. 571; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύξενος: Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, λίαν φιλόξενος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, βωμός, νᾶσος Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· οἶκος Εὐρ. Ἄλκ. 569.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reçoit beaucoup d’hôtes, très hospitalier;
2 fréquenté par beaucoup d’étrangers ou d’hôtes;
Sp. πολυξενώτατος.
Étymologie: πολύς, ξένος.
English (Slater)
πολύξενος
1 where many strangers come πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (O. 1.93) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.2) πολύξεναι νεάνιδες (Boeckh: πολύξειναι codd.: the temple prostitutes of Aphrodite) fr. 122. 1.
Greek Monolingual
ο / πολύξενος, -ον, ΝΑ, και πολύξεινος, -ον, θηλ. και πολυξένα, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) παραλλαγή του λευκοχρύσου
αρχ.
1. αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ φιλόξενος («μηδὲ πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», Ηρόδ.)
2. εκείνος τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, πολυσύχναστος («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].