πέραθεν: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />du côté opposé, d’au delà.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br />du côté opposé, d’au delà.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]], -θεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. πέρηθε(ν), Α<br />(τοπ. επίρρ.) από το [[απέναντι]] [[μέρος]], απ' αντικρύ («τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέρα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άνω</i>-<i>θεν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (πέρα)
A from beyond, from the far side, E.Heracl.82 (lyr.), X.HG3.2.2 : Ion. πέρηθε Hdt.6.33 ; πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω Luc.Syr.D.13.
German (Pape)
[Seite 562] adv., von jenseits her, von drüben her; Eur. Heracl. 83; Xen. Hell. 3, 2, 2; s. πέρηθεν.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱθεν: Ἰων. πέρηθεν. Ἐπίρρ., (πέρα) ἐκ τοῦ πέραν, ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
du côté opposé, d’au delà.
Étymologie: πέρα, -θεν.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πέρηθε(ν), Α
(τοπ. επίρρ.) από το απέναντι μέρος, απ' αντικρύ («τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άνω-θεν)].