προσφυγή: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_9)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφῠγή''': ἡ καταφυγή, [[καταφύγιον]], Γλωσσ.
|lstext='''προσφῠγή''': ἡ καταφυγή, [[καταφύγιον]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσφεύγω]]<br />[[καταφυγή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] από [[ανάγκη]], [[ιδίως]] για [[αναζήτηση]] προστασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αίτηση]] σε επίσημη κρατική ή διεθνή [[αρχή]] με την οποία επιδιώκεται [[ακύρωση]], [[ανάκληση]] ή [[τροποποίηση]] μιας πράξης ή απόφασης (α. «[[προσφυγή]] στο [[συμβούλιο]] Επικρατείας» β. «[[προσφυγή]] στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»)<br /><b>2.</b> (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο [[βοήθημα]] που παρέχεται από τη [[νομοθεσία]] για την [[επίλυση]] τών διοικητικών διαφορών ουσίας<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) το ένδικο [[βοήθημα]] που μπορεί να ασκηθεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προδικασίας και της ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική [[απόφαση]] [[αλλά]] στη [[μεταρρύθμιση]] άλλων πράξεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «[[προσφυγή]] [[κατά]] της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η [[έγκληση]]» β. «[[προσφυγή]] [[κατά]] της απευθείας κλήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πελατεία]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφῠγή Medium diacritics: προσφυγή Low diacritics: προσφυγή Capitals: ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Transliteration A: prosphygḗ Transliteration B: prosphygē Transliteration C: prosfygi Beta Code: prosfugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A refuge, asylum, POxy.135.25 (vi A.D.).    2 = clientela, Gloss.

German (Pape)

[Seite 787] ἡ, Zuflucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσφῠγή: ἡ καταφυγή, καταφύγιον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσφεύγω
καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας
νεοελλ.
1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο συμβούλιο Επικρατείας» β. «προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»)
2. (διοικ. δίκ.) σύνηθες και κανονικό ένδικο βοήθημα που παρέχεται από τη νομοθεσία για την επίλυση τών διοικητικών διαφορών ουσίας
3. (ποιν. δίκ.) το ένδικο βοήθημα που μπορεί να ασκηθεί κατά τη διάρκεια της προδικασίας και της ποινικής δίκης και το οποίο δεν αναφέρεται σε δικαστική απόφαση αλλά στη μεταρρύθμιση άλλων πράξεων της ποινικής προδικασίας ή διαδικασίας που επάγονται δυσμενή αποτελέσματα για τον προσφεύγοντα (α. «προσφυγή κατά της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία απορρίπτεται η έγκληση» β. «προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως»)
αρχ.
πελατεία.