σκῦτος: Difference between revisions
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
(eksahir) |
(37) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[látigo]] | |esgtx=[[látigo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / σκῡτος, ΝΑ<br />[[δέρμα]] και [[κυρίως]] το κατεργασμένο [[δέρμα]] ζώου, [[βύρσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]], [[λουρί]] («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[δερμάτινος]] [[φαλλός]], σκηνικό [[εξάρτημα]] στην αττική [[κωμωδία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκύτη]] βλέπειν ποιήσω» — θα σέ [[δείρω]] με [[μαστίγιο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[σκύτη]] [[τέμνω]]» — [[κατασκευάζω]] μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. με αρχική σημ. «[[περίβλημα]]» ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>q</i><i>ū</i><i>t</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>qeut</i>- «[[προστατεύω]], [[καλύπτω]], [[κρύβω]]», πιθ. με την [[έννοια]] ότι το [[δέρμα]] [[είναι]] το [[περίβλημα]] του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. [[χωρίς]] προθετικό <i>σ</i>- που σημαίνουν «[[δέρμα]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>cŭtis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>t</i>, αρχ. πρωσ. <i>keutο</i>) και πιθ. με τα: [[κύτος]], [[κεύθω]], [[επισκύνιον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A skin, hide, esp. dressed or tanned hide, Od.14.34, Hp.Art.33, Ar.Eq.868; ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἦν τότ' ἐν τοῖς σκύτεσι (with a reference to Cleon the tanner) Id.Pax669; εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους X.Eq.12.10; τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Pl.Smp.191a; σκυτῶν τομή Id.Chrm.173d. II leather thong, whip, D.21.180, Plu.Pomp.18, etc.; σκύτη βλέπειν to look like a whipped cur, Eup.282, Ar.V. 643; σ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀνθρώπων ἀφρόνων Socr.Ep.12. (Cf. Skt. skunomi 'cover', Lat. ob-scū-rus.) [σκύτος with ῠ occurs in codd.; but in Ar.Pl.514 Bentl. restored σκῠλοδεψεῖν; so in Theoc. 25.142 σκύλος is the better reading, and in Lyc.1316 Scheer conjectures σκύλος.]
German (Pape)
[Seite 908] τό, die Haut, bes. die abgezogene u. schon gegerbte od. zubereitete Haut eines Thieres, das Leder; Od. 14, 34; σκύτη πωλεῖν, Ar. Equ. 865; auch alles aus Leder Gemachte, Schild, Peitsche, Jac. A. P. p. 41; komisch σκύτη βλέπειν, Ar. Vesp. 643, sich vor der Peitsche fürchten, wo der Schol. auch aus Eupolis diese sprichwörtliche Redensart anführt: ἐπὶ τῶν ὑποψιαστικῶς διακειμένων πρὸς τὰ μέλλοντα κακά, du desiehst Schläge; ähnlich νοῦς ἐν τοῖς σκύτεσιν, Pax 652, beide Male mit Anspielung auf das Gerberhandwerk des Kleon; vgl. Zenob. 6, 2; Alciphr. 3, 51; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας, Plat. Conv. 191 a; Peitsche Dem. 21, 180. –[Σκύτος mit kurzem υ ist sehr zw., s. Drac. 83, 9, vgl. Jac. A. P. 131; weshalb an Stellen, wie Theocr. 25, 142, Lycophr. 1316, σκύλος od. κύτος zu schreiben scheint.]
Greek (Liddell-Scott)
σκῦτος: τό, ὡς τὸ κύτος [ῠ], δέρμα , μάλιστα δὲ κατειργασμένον δέρμα, βύρσα, «πετσί», «τομάρι», Ὀδ. Ξ. 34, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστοφ. Ἱππ. 868, Εἰρ. 669· εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους Ξεν. Ἱππ. 12, 10· τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Πλάτ. Συμπ. 191Α· σκυτῶν τομὴ ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 173D, ἴδε ἐν τέλ. ΙΙ. ἱμὰς ἐκ δέρματος, μάστιξ, Δημ. 572. 27, Πλουτ. Πομπ. 18, κτλ.· σκύτη βλέπειν, βλέπω ὡς ἐὰν πρόκειται νὰ μαστιγωθῶ, Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12, Ἀριστοφ. Σφ. 643· ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἦν τότ’ ἐν τοῖς σκύτεσι (ἀλλὰ μετά τινος ἀναφορᾶς πρὸς Κλέωνα τὸν βυρσοδέψην), ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 667· σκ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀφρόνων Σωκρ. Ἐπιστ. σ. 28. 2) ὁ ἐκ δέρματος φαλλός, ὁ εἰσαχθεὶς εἰς τὴν Ἀττικὴν κωμῳδίαν· πρβλ. σκύτινος. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego)· Λατ. ob-scū-rus· καὶ πρὸς τὸ σκῦτος, κύτος [ῠ], πρβλ. scū-tum, cŭ-tis· -ἴδε σκεῦος). [σκύτος μετὰ ῠ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Πλ. 514 ὁ Bentl. Διώρθωσε σκῠλοδεψεῖν· οὕτω παρά Θεοκρ. 25. 142 ο Troup διώρθωσε σκύλος, καὶ παρὰ Λυκόφρ. 1316 ὁ Bachm. διορθοῖ κύτος].
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 peau d’un animal écorché ; peau travaillée, cuir;
2 lanière de cuir, fouet.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir ; cf. κύτος, lat. scutum, cutis, obscurus.
English (Autenrieth)
εος: hide, leather, Od. 14.34†.
Spanish
Greek Monolingual
το / σκῡτος, ΝΑ
δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα
αρχ.
1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)
2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία
3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν ποιήσω» — θα σέ δείρω με μαστίγιο (Αριστοφ.)
β) «σκύτη τέμνω» — κατασκευάζω μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. με αρχική σημ. «περίβλημα» ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qūt- της ΙΕ ρίζας (s)qeut- «προστατεύω, καλύπτω, κρύβω», πιθ. με την έννοια ότι το δέρμα είναι το περίβλημα του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. χωρίς προθετικό σ- που σημαίνουν «δέρμα» (πρβλ. λατ. cŭtis, αρχ. άνω γερμ. hūt, αρχ. πρωσ. keutο) και πιθ. με τα: κύτος, κεύθω, επισκύνιον].