συνάορος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(SL_2)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>συνᾱορος, ξυνᾱορος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> accompanying c. dat. [[εὐλογία]] φόρμιγγι [[συνάορος]] (N. 4.5) μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.
|sltr=<b>συνᾱορος, ξυνᾱορος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> accompanying c. dat. [[εὐλογία]] φόρμιγγι [[συνάορος]] (N. 4.5) μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συνήορος]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάορος Medium diacritics: συνάορος Low diacritics: συνάορος Capitals: ΣΥΝΑΟΡΟΣ
Transliteration A: synáoros Transliteration B: synaoros Transliteration C: synaoros Beta Code: suna/oros

English (LSJ)

   A v. συνήορος.

German (Pape)

[Seite 1001] dor. statt συνήορος (w. m. vgl.), zusammengespannt, verbunden; bes. von der Ehe, substant., ὁ, ἡ, der Gatte, die Gemahlinn, νύμφας ἔθηκεν ὀρφανὰς ξυναόρων, Eur. Or. 1, 136; ὦ ξυνάορ' ἀθλιωτάτη, Phoen. 1689, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνάορος: -ον, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ συνήορος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni à, qui accompagne, τινι ; ὁ ξυνάορος époux EUR ; ἡ ξυνάορος épouse EUR.
Étymologie: συναείρω.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Slater)

συνᾱορος, ξυνᾱορος
   1 accompanying c. dat. εὐλογία φόρμιγγι συνάορος (N. 4.5) μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνήορος.