συγχώννυμι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συγχώσω, <i>Pass. pf.</i> συγκέχωσμαι;<br /><b>1</b> couvrir de terre amoncelée;<br /><b>2</b> combler, niveler, détruire;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> confondre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χώννυμι]]. | |btext=<i>f.</i> συγχώσω, <i>Pass. pf.</i> συγκέχωσμαι;<br /><b>1</b> couvrir de terre amoncelée;<br /><b>2</b> combler, niveler, détruire;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> confondre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συγχωννύω]] ΜΑ [[χώννυμι]] /<i>χωννύω</i>]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[χώνω]] [[κάτι]] σε [[βάθος]], [[κατακαλύπτω]] («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] («ὧ ῥινὸς [[ἐκτύπωμα]] συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[παραχώνω]] («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]] («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[ταραχή]] («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων [[διόδους]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συγχωννύω]] ΜΑ [[χώννυμι]] /<i>χωννύω</i>]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[χώνω]] [[κάτι]] σε [[βάθος]], [[κατακαλύπτω]] («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] («ὧ ῥινὸς [[ἐκτύπωμα]] συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[παραχώνω]] («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]] («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[ταραχή]] («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων [[διόδους]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=και [[συγχωννύω]] ΜΑ [[χώννυμι]] /<i>χωννύω</i>]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[χώνω]] [[κάτι]] σε [[βάθος]], [[κατακαλύπτω]] («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] («ὧ ῥινὸς [[ἐκτύπωμα]] συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[παραχώνω]] («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]] («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[ταραχή]] («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων [[διόδους]]», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
and συγχωννύω, in earlier writers pres. inf. συγχοῦν Hdt. 4.120, X.HG3.1.18:—pf. Pass.
A -κέχωσμαι Hdt.8.144:—heap with earth, cover with a mound, bank up, [τὴν σορόν] Id.1.68; σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, fill them up with earth, Id.4.120, 140, cf. X.HG3.1.18, etc.; also of persons, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους bury them, D.S.19.107, cf. Plu.Alex.77. II demolish, τὸ ἔρυμα Hdt.7.225; [τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα] Id.9.13; τὴν ὁδόν Id.8.71:—Pass., οἰκήματα συγκεχωσμένα ib.144; τὰ συγχωσθέντα τῶν εὐρείπων SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.). 2 generally, confound, κῦμα . . τῶν τ' ἄστρων διόδους A.Pr.1049 (anap.).
German (Pape)
[Seite 972] und συγχωννύω (s. χώννυμι), ion. συγχόω, zusammen-, verschütten; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., οἰκία συγκεχωσμένα, 8, 144.
Greek (Liddell-Scott)
συγχώννῡμι: καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι συγχόω· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω ὁμοῦ, ἐπισωρεύω χῶμα, καλύπτω διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. μεταβάλλω εἰς σωρὸν ἐρειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω, τὸ ἔρυμα Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα αὐτόθι 144. 2) καθόλου, ἐπιφέρω σύγχυσιν, κῦμα... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.
French (Bailly abrégé)
f. συγχώσω, Pass. pf. συγκέχωσμαι;
1 couvrir de terre amoncelée;
2 combler, niveler, détruire;
3 p. ext. confondre, acc..
Étymologie: σύν, χώννυμι.
Greek Monolingual
και συγχωννύω ΜΑ χώννυμι /χωννύω]
(κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)
μσν.
στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)
αρχ.
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, καλύπτω με χώμα, παραχώνω («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», Ηρόδ.)
2. θάβω, ενταφιάζω («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», Διόδ.)
3. μεταβάλλω σε σωρό ερειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«Ηρόδ.)
4. προκαλώ σύγχυση, ταραχή («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων διόδους», Αισχύλ.).
Greek Monolingual
και συγχωννύω ΜΑ χώννυμι /χωννύω]
(κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)
μσν.
στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)
αρχ.
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, καλύπτω με χώμα, παραχώνω («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», Ηρόδ.)
2. θάβω, ενταφιάζω («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», Διόδ.)
3. μεταβάλλω σε σωρό ερειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«Ηρόδ.)
4. προκαλώ σύγχυση, ταραχή («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων διόδους», Αισχύλ.).