συνεξάγω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> conduire en même temps au dehors;<br /><b>2</b> affranchir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξάγω]]. | |btext=<b>1</b> conduire en même temps au dehors;<br /><b>2</b> affranchir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.). | |mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ],
A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d. II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23. 2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.
French (Bailly abrégé)
1 conduire en même temps au dehors;
2 affranchir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάγω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).