σχαδών: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d’abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d’abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> larve d’abeille <i>ou</i> de guêpe;<br /><b>2</b> cellule pour les larves d’abeille, couvain;<br /><b>3</b> gâteau de miel <i>ou</i> de cire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) η [[προνύμφη]] τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], η [[κάμπια]] της μέλισσας ή της σφήκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[κυψέλη]] όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η [[προνύμφη]] της μέλισσας<br /><b>2.</b> μικρή [[κυψέλη]] με [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σχαδόνες</i><br />η [[κηρήθρα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρίψη]] κύβων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σχάζω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰδών Medium diacritics: σχαδών Low diacritics: σχαδών Capitals: ΣΧΑΔΩΝ
Transliteration A: schadṓn Transliteration B: schadōn Transliteration C: schadon Beta Code: sxadw/n

English (LSJ)

or σχάδων (as in Arist.), όνος, ἡ,

   A larva of the bee or wasp, Arist.HA554a29, 555a8, 624a8.    II breeding-cell of the larva, Theaet. ap. Sch.Theoc.1.147.    III honey-cell, and in pl. honeycomb, Ar.Fr.318.6, 569.3, Antiph.275, Anaxandr.41.53, Theoc. l.c., PCair.Zen.354.8 (iii B.C.); so also in sg., σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Euthycl.1.    IV a throw of the dice, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1053] όνος, ἡ, die Larve der Bienen, Arist. H. A. 5, 22. 23; die Brutzelle der Bienen, Zelle der Drohnen, und die mit Honig gefüllte Wachsscheibe, Wachstafel, Wabe, auch Honigraß, Honigroß genannt, αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων θυρίδες ἀμφίστομοι Arist. H. A. 9, 40; Theocr. 1, 147.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰδών: όνος ἢ σχάδων, ονος (ὡς παρ’ Ἀριστ.), ἡ, τὸ ἔμβρυονσκώληξ τῆς μελίσσης ἢ τῆς σφηκός, Ἀριστ. π, τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12., 5. 23, 4. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν ᾧ τρέφεται καὶ αὐξάνεται τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 9. 40, 54, Θεαίτ. παρὰ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 1. 147· «τὰ κηρία τῶν μελισσῶν, ἔνθα οἱ σκώληκες» Ἡσύχ. ΙΙΙ. κυψελίδιον μέλιτος, καὶ ἐν τῷ πληθ., κηρήθρα, «μελόπηττα», Λατ. favu, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 6., 476, 3, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 21, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 53, Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, πρῶτον δ’ ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν Εὐθυκλ. ἐν «Ἀσώτοις» 1. IV. «κυβευτικὸς βόλος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 larve d’abeille ou de guêpe;
2 cellule pour les larves d’abeille, couvain;
3 gâteau de miel ou de cire.
Étymologie: DELG σχάζω.

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΑ, σχάδων, -ονος, Α
(λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια της μέλισσας ή της σφήκας
αρχ.
1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη της μέλισσας
2. μικρή κυψέλη με μέλι
3. στον πληθ. αἱ σχαδόνες
η κηρήθρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ρίψη κύβων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. σχάζω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].