ατάσθαλος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτάσθαλος]], -ον)<br />[[απρεπής]], [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθάδης]], [[αλαζονικός]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα [[άποψη]] ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. <i>άτη</i>. Δηλ. [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>άτας</i> (αιτ. πληθ.) <span style="color: red;">+</span> <i>θάλλων</i> «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]]: [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>άτας</i> <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[θάλος]], που συνδέεται με γοτθ. <i>dwals</i> «[[μωρός]]». Η [[παρουσία]] όμως μακρού <i>α</i> στο <i>άτη</i> δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η [[μαρτυρία]] της λ. <i>άτη</i> με <i>α</i> βραχύ στον Αρχίλοχο [[είναι]] [[μάλλον]] εσφαλμένη ή [[υστερογενής]] [[διόρθωση]]. Υπάρχει [[ακόμη]] η [[εξίσου]] αμφίβολη [[άποψη]] πως η λ. προέρχεται από <i>άτασθος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αλος</i>, με [[μετάθεση]] της δασύτητας [[αντί]] <i>ά</i>-<i>θαρστος</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτάσθαλος]], -ον)<br />[[απρεπής]], [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθάδης]], [[αλαζονικός]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα [[άποψη]] ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. <i>άτη</i>. Δηλ. [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>άτας</i> (αιτ. πληθ.) <span style="color: red;">+</span> <i>θάλλων</i> «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]]: [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>άτας</i> <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[θάλος]], που συνδέεται με γοτθ. <i>dwals</i> «[[μωρός]]». Η [[παρουσία]] όμως μακρού <i>α</i> στο <i>άτη</i> δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η [[μαρτυρία]] της λ. <i>άτη</i> με <i>α</i> βραχύ στον Αρχίλοχο [[είναι]] [[μάλλον]] εσφαλμένη ή [[υστερογενής]] [[διόρθωση]]. Υπάρχει [[ακόμη]] η [[εξίσου]] αμφίβολη [[άποψη]] πως η λ. προέρχεται από <i>άτασθος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αλος</i>, με [[μετάθεση]] της δασύτητας [[αντί]] <i>ά</i>-<i>θαρστος</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>άdhţsta</i>- «[[ακαταμάχητος]], [[ασυναγώνιστος]]»), που συνδέεται με τα [[θάρσος]], [[θρασύς]] κ.ά.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 23 December 2018
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτάσθαλος, -ον)
απρεπής, ακόλαστος
αρχ.
αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση: ατάσθαλος < γεν. άτας + επίθ. θάλος, που συνδέεται με γοτθ. dwals «μωρός». Η παρουσία όμως μακρού α στο άτη δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η μαρτυρία της λ. άτη με α βραχύ στον Αρχίλοχο είναι μάλλον εσφαλμένη ή υστερογενής διόρθωση. Υπάρχει ακόμη η εξίσου αμφίβολη άποψη πως η λ. προέρχεται από άτασθος + (κατάλ.) -αλος, με μετάθεση της δασύτητας αντί ά-θαρστος (πρβλ. αρχ. ινδ. άdhţsta- «ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος»), που συνδέεται με τα θάρσος, θρασύς κ.ά.].