ἀμφέρχομαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφέρχομαι]] (Α)<br />(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' <i>ἀμφήλυθε</i>) [[έρχομαι]] από [[ολόγυρα]], [[περιτριγυρίζω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]]. | |mltxt=[[ἀμφέρχομαι]] (Α)<br />(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' <i>ἀμφήλυθε</i>) [[έρχομαι]] από [[ολόγυρα]], [[περιτριγυρίζω]], [[περιζώνω]], [[περικυκλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφέρχομαι:''' αποθ. με αόρ. βʹ <i>ἀμφ-ήλῠθον</i>, [[περιτυλίγω]] κάποιον, [[περικυκλώνω]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A surround, Hom. only aor. 2, c. acc., με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122; με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή 12.369. II intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν (pf. inf.) ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI4999 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 133] Hom. Od. 6, 122 ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή, tönte zu mir, 12, 369 καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή, umwehete mich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι πανταχόθεν, παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, μ. αἰτ., ὥστε με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτὴ Ὀδ. Ζ. 122· τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν... ἀϋτμὴ Μ. 369.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ sg. ao.2 ἀμφήλυθε;
venir autour de ; s’approcher de.
Étymologie: ἀμφι, ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
come about, ‘sound’ or ‘rise about,’ of sound or savor ‘stealing over’ one, ‘meeting the senses,’ only aor. ἀμφήλυθε, ζ 122, Od. 12.369. (Od.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἀμφήλυθε Od.6.122, 12.369; perf. inf. ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.4.42B.4 (Gortina V a.C.)]
1 rodear με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή Od.6.122, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή Od.12.369.
2 intr. girar, pasar, transcurrir (el tiempo) πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμπεληλεύθɛ̄ν ICr.l.c.
Greek Monolingual
ἀμφέρχομαι (Α)
(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἔρχομαι.
Greek Monotonic
ἀμφέρχομαι: αποθ. με αόρ. βʹ ἀμφ-ήλῠθον, περιτυλίγω κάποιον, περικυκλώνω, σε Ομήρ. Οδ.