ἀντίδορος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[pelado]] κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara</i>, <i>AP</i> 6.22 (Zon.). | |dgtxt=-ον<br />[[pelado]] κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara</i>, <i>AP</i> 6.22 (Zon.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίδορος:''' -ον ([[δορά]]), ενδεδυμένος με [[κάτι]] [[άλλο]] αντί για [[δέρμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δορά)
A instead of skin, κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος with a green husk as integument, AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 251] (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδορος: -ον, (δορὰ) ὁ ἀντὶ δορᾶς ἔχων ἄλλο τι κάλυμμα, κάρυον χλωρῆς ἀντίδωρον λεπίδος Ἀνθ. Π. 6. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recouvert comme d’une peau.
Étymologie: ἀντί, δορά.
Spanish (DGE)
-ον
pelado κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος una nuez pelada de su verde cascara, AP 6.22 (Zon.).
Greek Monotonic
ἀντίδορος: -ον (δορά), ενδεδυμένος με κάτι άλλο αντί για δέρμα, σε Ανθ.