οἴναρον: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἴναρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φύλλο]] ή το [[κλαδί]] της αμπέλου (α. «[[ἄμπελος]] περιτανύουσα τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἄμπελος]] διατηρεῑ τὸν καρπὸν [[ἄνευ]] οἰνάρων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> το [[κλήμα]], η [[άμπελος]] («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς [[βότρυς]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάλος]]: <i>φάλ</i>-<i>αρον</i>)]. | |mltxt=[[οἴναρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φύλλο]] ή το [[κλαδί]] της αμπέλου (α. «[[ἄμπελος]] περιτανύουσα τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἄμπελος]] διατηρεῑ τὸν καρπὸν [[ἄνευ]] οἰνάρων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> το [[κλήμα]], η [[άμπελος]] («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς [[βότρυς]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάλος]]: <i>φάλ</i>-<i>αρον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἴνᾰρον:''' τό ([[οἴνη]]), [[αμπελόφυλλο]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr.HP9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc. II vine, Alciphr. 3.22.
Greek (Liddell-Scott)
οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.
Greek Monolingual
οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].
Greek Monotonic
οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.