κυκλοτερής: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κυκλοτερής]], -ές)<br />[[στρογγυλός]], [[κυκλικός]] («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοτερώς</i> (Α κυκλοτερῶς)<br />κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείρω]] «[[εξαντλώ]]»].
|mltxt=-ές (Α [[κυκλοτερής]], -ές)<br />[[στρογγυλός]], [[κυκλικός]] («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοτερώς</i> (Α κυκλοτερῶς)<br />κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείρω]] «[[εξαντλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκλοτερής:''' -ές ([[τείρω]]), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς [[τόξον]] ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:35, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοτερής Medium diacritics: κυκλοτερής Low diacritics: κυκλοτερής Capitals: ΚΥΚΛΟΤΕΡΗΣ
Transliteration A: kykloterḗs Transliteration B: kykloterēs Transliteration C: kykloteris Beta Code: kukloterh/s

English (LSJ)

ές, (τείρω)

   A made round by turning (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Hdt.4.36): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th.145, Sc. 208; σφαῖρος Emp.27.4; φῶς Id.45; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; αὐχήν Pl.Smp.190a; κώθων Henioch. 1; οἰκοδόμημα X.HG4.5.6; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael.294a8; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete.362b13; πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [ῡ always, by position.]

German (Pape)

[Seite 1527] ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῦ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοτερής: -ές, (τείρω) κατεσκευασμένος στρογγύλος, (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως καθόλου, κυκλικός, στρογγύλος, κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε τόξον, τὸ ἐτέντωσε τόσον ὥστε νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· ἄλσος πάντοσε κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· οὖρος κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· οἰκοδόμημα Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ ὄγκος τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi au tour;
2 qui s’arrondit : κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s’arrondit ; rond, circulaire en gén.
Étymologie: κύκλος, τείρω.

English (Autenrieth)

ές (τείρω): circular, Od. 17.209; stretch or drawinto a circle,’ Il. 4.124.

Greek Monolingual

-ές (Α κυκλοτερής, -ές)
στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.).
επίρρ...
κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς)
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -τερής (< τείρω «εξαντλώ»].

Greek Monotonic

κυκλοτερής: -ές (τείρω), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, κυκλικός, στρογγυλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.