μακρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[μακρολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διεξοδικά, με [[πολυλογία]], με [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολόγος]], [[πολυλογάς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρολόγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτομερώς]], διεξοδικά<br /><b>2.</b> με [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ο (Α [[μακρολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διεξοδικά, με [[πολυλογία]], με [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολόγος]], [[πολυλογάς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρολόγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτομερώς]], διεξοδικά<br /><b>2.</b> με [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρολόγος Medium diacritics: μακρολόγος Low diacritics: μακρολόγος Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: makrológos Transliteration B: makrologos Transliteration C: makrologos Beta Code: makrolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle longuement, prolixe, verbeux.
Étymologie: μακρός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (Α μακρολόγος, -ον)
1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία
2. απεραντολόγος, πολυλογάς.
επίρρ...
μακρολόγως (Α)
1. λεπτομερώς, διεξοδικά
2. με πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

μακρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Πλάτ.