τμήγω: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τέμνω]], [[κόβω]], [[σχίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τμήγομαι</i><br />[[ανοίγω]] για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, [[ἐπεὶ]] ἄρ τμῆγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τεμᾱ</i>- του [[τέμνω]], με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέμνω]]) και [[επίθημα]] -<i>γω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[θήγω]]. Πιθανότερο [[ωστόσο]] φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. <i>τμῆξαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῆξαι</i>), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. [[τμήγω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τέμνω]], [[κόβω]], [[σχίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τμήγομαι</i><br />[[ανοίγω]] για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, [[ἐπεὶ]] ἄρ τμῆγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τεμᾱ</i>- του [[τέμνω]], με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέμνω]]) και [[επίθημα]] -<i>γω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[θήγω]]. Πιθανότερο [[ωστόσο]] φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. <i>τμῆξαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῆξαι</i>), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. [[τμήγω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τμήγω:''' μέλ. <i>τμήξω</i>, αόρ. <i>ἔτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτμᾰγον</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[ἐτμάγην]], Επικ. γʹ πληθ. [[τμάγεν]]· Επικ. [[τύπος]] του [[τέμνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]], [[σχίζω]] — Μέσ., <i>ὁδὸν ἐτμήξαντο</i>, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Nic.Fr.72, D.P.1043, Man.2.75: fut. τμήξω (ἀπο-) Parm. 2: aor. 1
A ἔτμηξα IG5(2).473 (Megalop., iii A.D.); Dor. ἔτμᾱξα Theoc. 8.24 (prob.): aor. 2 δι-έτμᾰγον Od.7.276:—Med., aor. ἐτμηξάμην Nic.Al.68, AP7.480 (Leon.):—Pass., aor. 2 ἐτμάγην [ᾰ] in Ep. 3pl. τμάγεν (cf. διατμήγω) Il.16.374; later ἐτμήγην Call.Fr.300, AP 9.661 (Jul.): more freq. in comp. with ἀπό or διά:—Ep. collat. form of τέμνω, cut, cleave, σικύας, πυετίην, Nic. ll. cc.; κάλαμος [δάκτυλον] ἔτμαξεν prob. in Theoc. l.c.; cut, of a circle, Man. l.c.:—Med., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, AP7.l.c. 2 metaph. in aor. 2 Pass., to be divided or dispersed, part, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Il.l.c.
German (Pape)
[Seite 1123] aor. I. ἔτμηξα, aor. II. ἔτμαγον, u. pass. ἐτμάγην, ep. Nebenform von τέμνω, schneiden, hauen; τμήξας, Il. 11, 146; pass. 16, 374, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν, für ἐτμάγησαν, nachdem sie sich getrennt, zerstreu't hatten; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 481 Maneth. 2, 75 Nic. Al. 68 Th. 886; auch aor. med. τμήξαιο, Al. 299.
Greek (Liddell-Scott)
τμήγω: Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. ἀποτμήγω)· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα (ἀποτμήγω)· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. τμάγεν (πρβλ. διατμήγω) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη τμήγω· - τὸ ῥῆμα εἶναι συνηθέστερον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ τέμνω, κόπτω, σχίζω. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.
French (Bailly abrégé)
f. τμήξω, ao. ἔτμηξα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐτμάγην, réc. ἐτμήγην;
couper, fendre ; Pass. se séparer, se partager, se diviser.
Étymologie: cf. τέμνω.
English (Autenrieth)
(τέμνω): cut; only pass., aor. 3 pl. τμάγεν, fig., ‘they separated,’ ‘dispersed,’ Il. 11.146, Il. 16.374.
Greek Monolingual
Α
1. τέμνω, κόβω, σχίζω
2. μέσ. τμήγομαι
ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)
3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα τεμᾱ- του τέμνω, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (βλ. λ. τέμνω) και επίθημα -γω, πιθ. αναλογικά προς το θήγω. Πιθανότερο ωστόσο φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. τμῆξαι (πρβλ. ῥῆξαι), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. τμήγω.
Greek Monotonic
τμήγω: μέλ. τμήξω, αόρ. ἔτμηξα, αόρ. βʹ ἔτμᾰγον — Παθ., αόρ. βʹ ἐτμάγην, Επικ. γʹ πληθ. τμάγεν· Επικ. τύπος του τέμνω,
1. κόβω, σχίζω — Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.
2. μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.