ἐκφράζω: Difference between revisions
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκφράζω]])<br />[[φανερώνω]] τις σκέψεις μου με [[λόγια]], [[διατυπώνω]], [[εκδηλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> [[εξωτερικεύω]] την ψυχική μου [[κατάσταση]] («εκφράζεται με τα χέρια»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[περιγράφω]], [[εικονίζω]], [[διαγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφαίνω]], [[υποδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»). | |mltxt=(AM [[ἐκφράζω]])<br />[[φανερώνω]] τις σκέψεις μου με [[λόγια]], [[διατυπώνω]], [[εκδηλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> [[εξωτερικεύω]] την ψυχική μου [[κατάσταση]] («εκφράζεται με τα χέρια»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[περιγράφω]], [[εικονίζω]], [[διαγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφαίνω]], [[υποδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απαριθμώ]], [[εξιστορώ]], [[αφηγούμαι]], [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A tell over, recount, A.Pr.950, dub. l. in E.HF1119; denote, δύναμιν τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a. II describe, Hermog. Prog.10, Id.2.4, Men.Rh.p.373 S.:—Pass., TheonProg.2. 2 express ornately, τὸ ἐ. τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
German (Pape)
[Seite 786] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφράζω: ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, περιγράφω, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, ἐκφαίνω, τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α.
French (Bailly abrégé)
1 expliquer tout au long, exposer en détail;
2 désigner.
Étymologie: ἐκ, φράζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]
1 exponer, explicar ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.Ar.4.33, PMasp.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.in Hermog.2.84.17
•describir τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) ἁπλῶς Hermog.Id.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.Hom.4.1.4
•ret. describir literariamente ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.Prog.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo Prog.68.7
•abs. διδάσκαλος τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9
•describir con estilo elevado τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
2 ref. al lenguaje pronunciar, interpretar μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον ITheor.Samothr.29.7 (II/I a.C.?)
•expresar, designar c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.
Greek Monolingual
(AM ἐκφράζω)
φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω
νεοελλ.
παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια»)
αρχ.-μσν.
περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω
αρχ.
1. εμφαίνω, υποδεικνύω
2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»).
Greek Monotonic
ἐκφράζω: μέλ. -σω, απαριθμώ, εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω, σε Αισχύλ., Ευρ.