ἀποπλέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀποπλέω]])<br />(για [[πλοίο]] ή επιβάτες πλοίου) [[αναχωρώ]]. | |mltxt=(AM [[ἀποπλέω]])<br />(για [[πλοίο]] ή επιβάτες πλοίου) [[αναχωρώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπλέω:''' Επικ. -[[πλείω]], Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] ή -[[πλευσοῦμαι]], Ιων. <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]] [[μακριά]] από έναν [[τόπο]] για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἀποπλείω, Ion. ἀποπλώω v. l. in Hdt.4.156,157, cf. Arr. Ind.26.9: fut.
A -πλεύσομαι Hdt.4.147; -πλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi.371b:— sail away, sail off, οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418, etc.; ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1, cf. Ar.Ra.1480; ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156; ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61; ἐπ' οἴκου Id.1.55.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πλέω), absegeln, wegschiffen, Pind. N. 7, 36; ἐπὶ Αἴγυπτον Her. 1, 1; fut., 4, 147 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλέω: Ἐπ. -πλείω, Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι ἢ -πλευσοῦμαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 371Β, κ. ἀλλ.· Ἰων. - πλώσομαι Ἡρόδ. 4. 147, κ. ἀλλ.: - ἀποπλέω ἐκ τόπου τινὸς ὅπως: μεταβῶ εἰς ἄλλον, οἴκαδ’ ἀποπλείειν Ἰλ. Ι. 418, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 1· ὀπίσω ἀποπλώειν ὁ αὐτ. 4. 156· ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ἐς τὰς Ἀθήνας Θουκ. 6. 61· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 1. 55. 2) ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1480.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπλεύσομαι ou ἀποπλευσοῦμαι;
s’éloigner par mer.
Étymologie: ἀπό, πλέω.
English (Slater)
ἀποπλέω
1 sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἀποπλείω
• Morfología: [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.Hp.Mi.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]
hacerse a la mar, zarpar c. ac. de dir. οἴκαδ' Il.9.418, 685, Th.6.47, ἄστυδ' Od.16.331, ἐς Κόρινθον Hdt.1.24, cf. Th.2.84, X.HG 5.1.6, ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον Hdt.8.11, πρὸς Σάμον X.HG 2.3.3, εἰς Πελοπόννησον Pl.Ep.348d
•c. ἐπί y gen. ἀποπλέοντας ἐπ' Αἰγύπτου Hdt.1.1, ἐπ' οἴκου Th.1.55
•c. prep. y gen. de procedencia ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61, cf. 1.89, ἀπὸ τῆς σφετέρας X.Ath.2.5, παρὰ τοῦ βασιλέως Theopomp.Hist.107
•κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησιν Hdt.1.94
•abs. ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον Od.8.501, ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.36, cf. Th.1.52, Ar.Ra.1480, X.An.5.4.12, Arr.Ind.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι: ἀποπλέων ω[ἴχε] τ' ἐς Κνωσσόν B.1.122
•c. ciertos adv. volver navegando ὀπίσω Hdt.4.156, πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς X.HG 2.1.23, Plb.1.36.2, αὖτις Plb.5.29.4
•s. cont., PLille 3.5 (III a.C.)
•en sent. fig. marcharse, poner tierra por medio ἀποπλεῖς ἐτεόν; ¿de veras te largas? Ar.Er.144, cf. Com.Adesp. en POxy.3540.36 (cf. ἀποπλώω).
English (Strong)
from ἀπό and πλέω; to set sail: sail away.
English (Thayer)
1st aorist ἀπέπλευσα; (from Homer down); to sail away, depart by ship, set sail: Acts 27:1.
Greek Monolingual
(AM ἀποπλέω)
(για πλοίο ή επιβάτες πλοίου) αναχωρώ.
Greek Monotonic
ἀποπλέω: Επικ. -πλείω, Ιων. -πλώω· μέλ. -πλεύσομαι ή -πλευσοῦμαι, Ιων. -πλώσομαι· πλέω μακριά από έναν τόπο για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.