ἀσπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ασπαίρω]], όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, [[αλλά]] μτγν. και πολύ πιο σπάνιο [[σπαίρω]], συνδέεται με το λιθ. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με τα πόδια, [[κλοτσώ]]»<br />Το αρχικό <i>α</i>- του ρ. [[είναι]] υστερογενές [[στοιχείο]] και ως εκ τούτου [[είναι]] προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό [[παρά]] ότι έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ανά</i> με [[αποκοπή]]. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη [[χρήση]] για ένα [[παιδί]] που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια [[διαταγή]] ή [[συμβουλή]]].
|mltxt=[[ἀσπαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ασπαίρω]], όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, [[αλλά]] μτγν. και πολύ πιο σπάνιο [[σπαίρω]], συνδέεται με το λιθ. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με τα πόδια, [[κλοτσώ]]»<br />Το αρχικό <i>α</i>- του ρ. [[είναι]] υστερογενές [[στοιχείο]] και ως εκ τούτου [[είναι]] προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό [[παρά]] ότι έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ανά</i> με [[αποκοπή]]. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη [[χρήση]] για ένα [[παιδί]] που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια [[διαταγή]] ή [[συμβουλή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπαίρω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπαίρω]]), [[ασθμαίνω]], [[αγκομαχώ]], τινάζομαι σπασμωδικώς, [[σπαρταρώ]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αλλά]], [[μοῦνος]] ἤσπαιρε, ήταν ο [[μόνος]] που [[ακόμα]] αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαίρω Medium diacritics: ἀσπαίρω Low diacritics: ασπαίρω Capitals: ΑΣΠΑΙΡΩ
Transliteration A: aspaírō Transliteration B: aspairō Transliteration C: aspairo Beta Code: a)spai/rw

English (LSJ)

impf. ἤσπαιρον, Ion. and Ep.

   A ἀσπαίρεσκον Q.S.11.104: (ἀ- euph., σπαίρω):—pant, gasp, struggle, in Hom. always of the dying (so κραδίη ἀσπαίρουσα must be taken, Il.13.443), περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς κτλ. ib.571; ζωὸν ἔτ' ἀσπαίροντα 12.203, cf. Od. 19.229, A.Pers.977 (lyr.), E.IA1587; νεκροὶ -οντες Antipho 2.4.5; ἀ. ἄνω κάτω E.El.843; of an infant, Hdt.1.111; of fish taken out of the water, Id.9.120, Babr.6.5:—but in Hdt.8.5 Ἀδείμαντος ἤσπαιρε μοῦνος was the only one who still made a struggle, resisted; ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.—Poet. and Ion. word.

German (Pape)

[Seite 372] (α euphon.), zucken, zappeln; Hom. von sterbenden Menschen u. Thieren: Iliad. 3, 293. 10, 521. 12, 203. 13, 571. 573 Od. 8, 526. 12, 254. 255. 19, 229. 231 (πόδεσσιν). 22, 473 (πόδεσσι) Iliad. 13, 443 (δόρυ δ'ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος). Vgl. Antiph. II, δ, 5. Auch Tragg.: Aesch. Pers. 939; Eur. I. A. 1587. Widerstreben, Her. 8, 5, oft; vgl. Dion. Hal. 7, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαίρω: παρατ. ἤσπαιρον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀσπαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 11. 104: (α εὐφων., σπαίρω): ― ἀσθμαίνω μετ’ ἀγωνίας, κινοῦμαι, τινάσσομαι σπασμωδικῶς, «σπαρταρῶ», παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν ἀποθνησκόντων (διότι οὕτω πρέπει νὰ ἐκληφθῇ, τὸ κραδίῃ ἀσπαίρουσα Ἰλ. Ν. 443)· περὶ δουρὶ ἤσπαιρ’, ὡς ὅτε βοῦς, κτλ. Ἰλ. Ν. 571· ζωόν, ἔτ’ ἀσπαίροντα Μ. 203, πρβλ. Ὀδ. Τ. 228· οὕτως Αἰσχύλ. Πέρσ. 976, Εὐρ. Ι. Α. 1587, Ἀντιφῶν 119. 39· ἀσπ. ἄνω κάτω Εὐρ. Ἠλ. 843· ἐπὶ νηπίου, Ἡρόδ. 1. 111· ἐπὶ ἰχθύος ἐξαχθέντος ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. 9. 120, Βαβρ. 6. 5: ― ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 8. 5, Ἀδείμαντος μοῦνος ἤσπαιρε, ὁ μόνος ὅστις εἰσέτι ἀνθίστατο, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 25. ― Λέξ. ποιητ. καὶ Ἰων. ἅπαξ μόνον ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ἴδε ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤσπαιρον;
1 palpiter, s’agiter convulsivement;
2 se débattre vivement.
Étymologie: ἀ- prosth., σπαίρω.

English (Autenrieth)

move convulsively, quiver; mostly of dying persons and animals; πόδεσσι, χ , Od. 19.231.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. impf. ἀσπαίρεσκε Q.S.11.104]
1 agitarse convulsivamente en la agonía, de anim. τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας Il.3.293, δράκοντα ... ζωὸν ἔτι ἀσπαίροντα Il.12.203, κύων ἔχε ... ἐλλὸν, ἀσπαίροντα Od.19.229, ταῦρον ... ἢ ... κάπρον ... ἀσπαίροντα Call.Dian.151, ἔλαφος E.IA 1587
esp. de peces οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ ... ἤσπαιρον ὅκως περ ἰχθύες νεοάλωτοι Hdt.9.120, cf. Opp.H.2.96, 4.231, ἰχθῦς ἐκπεπτωκότες ... ἐν τῇ γῇ ἤσπαιρον Philostr.VA 1.23, cf. Babr.6.13
de pers. περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς ... Il.13.571, ἄνδρας τ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι Il.20.521, cf. 13.443, θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα Od.8.526 τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ A.Pers.977, πᾶν δὲ σῶμ' ἄνω κάτω ἤσπαιρε E.El.843, νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα Antipho 2.4.5, ὃ δ' ἀντίον ἀσπαίρεσκε Q.S.l.c., ἀσπαίρων δὲ κάρηνον ἑῷ τεφρώσατο πυρσῷ Nonn.D.32.207.
2 oponer resistencia, resistirse de niños μιν (παῖδα) ... ἐλούεον ἀσπαίροντα h.Cer.289, παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραγγανόμενον Hdt.1.111, en el combate Ἀδείμαντος γὰρ ... τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος Hdt.8.5, ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.

• Etimología: De *sperH1- ‘dar con el pie’, etc. y rel. lit. spìrti, ai. sphuráti, lat. sperno, aaa. spurnan y ἀ- protética. v. tb. σπαίρω.

Greek Monolingual

ἀσπαίρω (Α)
1. σπαρταρώ
2. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ»
Το αρχικό α- του ρ. είναι υστερογενές στοιχείο και ως εκ τούτου είναι προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό παρά ότι έχει προέλθει από την πρόθεση ανά με αποκοπή. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη χρήση για ένα παιδί που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια διαταγή ή συμβουλή].

Greek Monotonic

ἀσπαίρω: (α ευφωνικό, σπαίρω), ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αλλά, μοῦνος ἤσπαιρε, ήταν ο μόνος που ακόμα αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.