ἄρθρον: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(big3_6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[articulación]] gener. ἄρθρων πόνοι Hp.<i>Aph</i>.3.31, en concr. ὤμου ἄ. Hp.<i>Art</i>.1, περὶ ἄρθρων tít. de una obra de Hp., Hp.<i>Art</i>., de las vértebras del cuello κρᾶτα ... καὶ ἄρθρα S.<i>Ph</i>.1207, ἄ. χειρὸς καὶ βραχίονος καρπός Arist.<i>HA</i> 494<sup>a</sup>2, [[ἀστράγαλος]] ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129, μάρψας ποδός νιν [[ἄρθρον]] ᾗ λογίζεται S.<i>Tr</i>.779<br /><b class="num">•</b>de las líneas de la mano θέναρ ... διῃρημένον ἄρθροις Arist.<i>HA</i> 493<sup>b</sup>33.<br /><b class="num">2</b> [[miembro]] esp. en plu., Hp.<i>Art</i>.10, (Φιλότης) ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται [[ἔμφυτος]] ἄρθροις Emp.B 17.22, ἅπαν κατ' [[ἄρθρον]] en todo el cuerpo</i> S.<i>Tr</i>.769<br /><b class="num">•</b>de miembros particulares: pies βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.<i>Hec</i>.67, genitales μοιχὸς ἐάλω ποτέ ... ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχων Sol.<i>Lg</i>.28c, τὰ ἄρθρα Hdt.3.87, cf. Hsch., órganos internos τὰ [[ἔντος]] ἄρθρα Mnesith.Ath.51.29<br /><b class="num">•</b>en formas perifr. ἄρθρα τῶν ... κύκλων ojos</i> S.<i>OT</i> 1270, ποδῶν ... ἄρθρα pies</i> S.<i>OT</i> 1032, ἄ. στόματος boca</i> E.<i>Cyc</i>.625, ἄρθρα ταῦτα τᾶν φρενῶν (e.e. φρένες) Epich.240, τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας el corazón</i> LXX <i>Ib</i>.17.11.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>en el plano lingüístico [[ἄρθρον]] τῆς φωνῆς lenguaje articulado</i> Arist.<i>HA</i> 536<sup>a</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[parte de la oración]] Phld.<i>Rh</i>.1.185.20.<br /><b class="num">2</b> gram. [[palabra de unión]] (artículo, [[αὐτός]], preposiciones, etc.) Arist.<i>Po</i>.1457<sup>a</sup>6, D.T.634.5<br /><b class="num">•</b>de ahí [[artículo]] Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>35, A.D.<i>Synt</i>.331.19, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.45, Demetr.<i>Eloc</i>.23, Plu.2.372d, Aristid.Quint.78.29<br /><b class="num">•</b>ἄρθρα δεικτικά pronombres</i> A.D.<i>Pron</i>.5.19.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>ar</i>- < *<i>H2er</i>- ‘ajustar’; *<i>H2er-dhro</i>-, v. [[ἀραρίσκω]]. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[articulación]] gener. ἄρθρων πόνοι Hp.<i>Aph</i>.3.31, en concr. ὤμου ἄ. Hp.<i>Art</i>.1, περὶ ἄρθρων tít. de una obra de Hp., Hp.<i>Art</i>., de las vértebras del cuello κρᾶτα ... καὶ ἄρθρα S.<i>Ph</i>.1207, ἄ. χειρὸς καὶ βραχίονος καρπός Arist.<i>HA</i> 494<sup>a</sup>2, [[ἀστράγαλος]] ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129, μάρψας ποδός νιν [[ἄρθρον]] ᾗ λογίζεται S.<i>Tr</i>.779<br /><b class="num">•</b>de las líneas de la mano θέναρ ... διῃρημένον ἄρθροις Arist.<i>HA</i> 493<sup>b</sup>33.<br /><b class="num">2</b> [[miembro]] esp. en plu., Hp.<i>Art</i>.10, (Φιλότης) ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται [[ἔμφυτος]] ἄρθροις Emp.B 17.22, ἅπαν κατ' [[ἄρθρον]] en todo el cuerpo</i> S.<i>Tr</i>.769<br /><b class="num">•</b>de miembros particulares: pies βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.<i>Hec</i>.67, genitales μοιχὸς ἐάλω ποτέ ... ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχων Sol.<i>Lg</i>.28c, τὰ ἄρθρα Hdt.3.87, cf. Hsch., órganos internos τὰ [[ἔντος]] ἄρθρα Mnesith.Ath.51.29<br /><b class="num">•</b>en formas perifr. ἄρθρα τῶν ... κύκλων ojos</i> S.<i>OT</i> 1270, ποδῶν ... ἄρθρα pies</i> S.<i>OT</i> 1032, ἄ. στόματος boca</i> E.<i>Cyc</i>.625, ἄρθρα ταῦτα τᾶν φρενῶν (e.e. φρένες) Epich.240, τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας el corazón</i> LXX <i>Ib</i>.17.11.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>en el plano lingüístico [[ἄρθρον]] τῆς φωνῆς lenguaje articulado</i> Arist.<i>HA</i> 536<sup>a</sup>3<br /><b class="num">•</b>[[parte de la oración]] Phld.<i>Rh</i>.1.185.20.<br /><b class="num">2</b> gram. [[palabra de unión]] (artículo, [[αὐτός]], preposiciones, etc.) Arist.<i>Po</i>.1457<sup>a</sup>6, D.T.634.5<br /><b class="num">•</b>de ahí [[artículo]] Anaximen.<i>Rh</i>.1435<sup>a</sup>35, A.D.<i>Synt</i>.331.19, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.45, Demetr.<i>Eloc</i>.23, Plu.2.372d, Aristid.Quint.78.29<br /><b class="num">•</b>ἄρθρα δεικτικά pronombres</i> A.D.<i>Pron</i>.5.19.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>ar</i>- < *<i>H2er</i>- ‘ajustar’; *<i>H2er-dhro</i>-, v. [[ἀραρίσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρθρον:''' τό (*ἄρω), [[αρμός]], [[άρθρωση]], σε Σοφ.· [[ιδίως]] η [[άρθρωση]] του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια [[άλλη]] [[λέξη]], <i>ἄρθρα ποδοῖν</i>, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων [[ἤλυσις]], πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα [[τῶν]] κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· <i>ἄρθρα στόματος</i>, [[στόμα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, (ἀραρίσκω)
A joint, Emp.17.22, etc.; ἄρθρων πόνοι Hp. Aph.3.31, al.; ἅπαν κατ' ἄρθρον S.Tr.769; κρᾶτα καὶ ἄρθρα the head and joints of the neck, Id.Ph.1208 (lyr., codd.); esp. the socket of the ankle-joint, ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄ. Hdt.3.129; in Hp.Art. I, al., ball of a joint, opp. socket (κοτύλη), cf. Gal.18(2).487 (but socket in Hp.Loc.Hom.6); μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λυγίζεται S.Tr.779, cf. Ph.1202 (lyr.). 2 generally, of limbs, etc., esp. in pl., ἄ. ποδοῖν the ankles, Id.OT718, cf. 1032; of the legs, βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67 (lyr.); ἄ. τῶν κύκλων eyes, S.OT1270; ἄ. στόματος the mouth, E.Cyc.625; θέναρ διῃρημένον ἄρθροις lines, Arist.HA493b33; τὰ ἄ. alone, genitals, Hdt.3.87, 4.2, Arist.HA504b23, al; τὰ ἐντὸς ἄ. the internal organs, Mnesith. ap. Orib.8.38.7: metaph., ἄ. τᾶν φρενῶν Epich.250: in sg., ἄρθρον τῆς φωνῆς vocal articulation, Arist.HA536a3. II Gramm., connecting word, Id.Po.1457a6; esp. of the article, Id.Rh.Al.1435a35, Chrysipp.Stoic.2.45, D.H.Th.37, al.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), τό, das An-, Eingefügte, Gelenk, Glied, ποδός Soph. Phil. 1187; κύκλων, Augen, O. R. 1270; προσπτύσσεται χιτὼν ἅπαν κατ' ἄρθρον Tr. 766; ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her. 3, 129; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; τὰ ἄρθρα, Zeugungsglieder der Stuten, Her. 3, 87. 4, 2. – Bei Gramm. der Artikel.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 jointure, articulation ; ποδὸς ἄρθρα SOPH le pied ; ἄρθρα τῶν κύκλων SOPH les yeux ; abs. les parties sexuelles;
2 t. de gramm. l’article.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1articulación gener. ἄρθρων πόνοι Hp.Aph.3.31, en concr. ὤμου ἄ. Hp.Art.1, περὶ ἄρθρων tít. de una obra de Hp., Hp.Art., de las vértebras del cuello κρᾶτα ... καὶ ἄρθρα S.Ph.1207, ἄ. χειρὸς καὶ βραχίονος καρπός Arist.HA 494a2, ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129, μάρψας ποδός νιν ἄρθρον ᾗ λογίζεται S.Tr.779
•de las líneas de la mano θέναρ ... διῃρημένον ἄρθροις Arist.HA 493b33.
2 miembro esp. en plu., Hp.Art.10, (Φιλότης) ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται ἔμφυτος ἄρθροις Emp.B 17.22, ἅπαν κατ' ἄρθρον en todo el cuerpo S.Tr.769
•de miembros particulares: pies βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα E.Hec.67, genitales μοιχὸς ἐάλω ποτέ ... ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχων Sol.Lg.28c, τὰ ἄρθρα Hdt.3.87, cf. Hsch., órganos internos τὰ ἔντος ἄρθρα Mnesith.Ath.51.29
•en formas perifr. ἄρθρα τῶν ... κύκλων ojos S.OT 1270, ποδῶν ... ἄρθρα pies S.OT 1032, ἄ. στόματος boca E.Cyc.625, ἄρθρα ταῦτα τᾶν φρενῶν (e.e. φρένες) Epich.240, τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας el corazón LXX Ib.17.11.
II 1en el plano lingüístico ἄρθρον τῆς φωνῆς lenguaje articulado Arist.HA 536a3
•parte de la oración Phld.Rh.1.185.20.
2 gram. palabra de unión (artículo, αὐτός, preposiciones, etc.) Arist.Po.1457a6, D.T.634.5
•de ahí artículo Anaximen.Rh.1435a35, A.D.Synt.331.19, Chrysipp.Stoic.2.45, Demetr.Eloc.23, Plu.2.372d, Aristid.Quint.78.29
•ἄρθρα δεικτικά pronombres A.D.Pron.5.19.
• Etimología: De *ar- < *H2er- ‘ajustar’; *H2er-dhro-, v. ἀραρίσκω.
Greek Monotonic
ἄρθρον: τό (*ἄρω), αρμός, άρθρωση, σε Σοφ.· ιδίως η άρθρωση του ποδιού, σε Ηρόδ., Σοφ.· σε πληθ. με μια άλλη λέξη, ἄρθρα ποδοῖν, αστράγαλοι, στον ίδ.· ἄρθρων ἤλυσις, πόδια, κνήμες, σε Ευρ.· ἄρθρα τῶν κύκλων, μάτια, σε Σοφ.· ἄρθρα στόματος, στόμα, σε Ευρ.