βύκτης: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] > Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»]. | |mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] > Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βύκτης:''' -ου, ὁ ([[βύω]]), [[ηχηρός]], [[παταγώδης]], φουσκωμένος· <i>βυκτάων ἀνέμων</i> (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων Od.10.20. II Subst., hurricane, Lyc.738,756.
German (Pape)
[Seite 467] heulend, von βύζω. fut. βύξω; Hom. einmal, Odyss. 10, 20 βυκτάων ἀνέμων; eben so Orph. Argon. 1108; ἄελλαι 126; auch allein, Sturmwind, Lycophr. 756; plur. 184.
Greek (Liddell-Scott)
βύκτης: -ου, ὁ, (βύζω, βύω) φουσκώνων, ἠχητικός, παταγώδης, ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἄνεμος, θύελλα, Λυκ. 738, 757.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
mugissant (vent).
Étymologie: βύζω.
English (Autenrieth)
(βύζω): whistling, howling, of winds, Od. 10.20†.
Spanish (DGE)
-ου
• Morfología: [ép. plu. gen. βυκτάων Od.10.20; dat. βύκταισι Orph.A.125]
1 aullante, ululante βυκτάων ἀνέμων Od.l.c., Orph.A.1103, βύκταισι ... ἀέλλαις Orph.l.c.
•interpr. tard. por φυσῶν Hsch., cf. βυκάνη, βυκόομαι.
2 subst. ὁ β. vendaval Lyc.738, 756, Did.Fr.Dub.3.
• Etimología: Se ha rel. βυνέω y βύω qq.u. Otros lo interpretan como n. de acción de βύζω.
Greek Monolingual
βύκτης, ο (Α)
1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν
2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)
πεπρήσθαι < παρά > Θετταλοίς» και περαιτέρω με τα βυνώ, βύω «κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. βύζω «φωνάζω όπως το πτηνό βύας»].
Greek Monotonic
βύκτης: -ου, ὁ (βύω), ηχηρός, παταγώδης, φουσκωμένος· βυκτάων ἀνέμων (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ.